ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ 1

Οι αναρτήσεις είναι ομαδοποιημένες κατά μάθημα στο δεξί σας χέρι, όπως κοιτάτε. Επίσης μπορείτε να δείτε παλαιότερες αναρτήσεις στο κάτω μέρος της σελίδας πατώντας "παλαιότερες αναρτήσεις".

ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ 2

Ορισμένες από τις παλαιότερες αναρτήσεις μπορεί να περιέχουν συνδέσμους που δεν λειτουργούν πια. Επίσης ορισμένες παλιές πολυτονικές γραμματοσειρές μπορεί να δυσλειτουργούν. Το μπλογκ έχει συσσωρεύσει ένα μεγάλο αριθμό αναρτήσεων που αδυνατώ να ελέγξω στην πληρότητά τους. Με την πρώτη ευκαιρία θα γίνει μια γενική εκκαθάριση.

8-4-2015: Μια μερική συντήρηση διόρθωσε πολλά προβλήματα (50%).

Επισήμανση 3

Δυστυχώς αρκετά από τα παράθυρα του LinkWithin (you might also like) δεν λειτουργούν πια. Συγχωρήστε με για την ενδεχόμενη ταλαιπωρία!
Σταύρος Γκιργκένης 17-10-2016

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013

Άσκηση για τις χρονικές βαθμίδες και το ποιόν

Να αναγνωρίσετε την έγκλιση, τον χρόνο, την χρονική βαθμίδα (παρόν, παρελθόν, μέλλον) και το ποιόν (στιγμιαίο, εξακολουθητικό, συντελεσμένο) των υπογραμμισμένων ρημάτων.
                                                                                   Έγκλιση         Χρόνος          Βαθμίδα    Ποιόν
Ας φύγουμε γρήγορα!                                          




Κάνει ζέστη σήμερα




Θα περάσει από το σπίτι




Θα κάνω τα πάντα




Έρχεσαι ή όχι;




Ας είμαστε καλά




Αν διαβάσω θα περάσω στη σχολή που θέλω.




Ας έρθει και ο φίλος σου




Ας έχει την Παναγιά κοντά του!




Στο σπίτι είχε ξεσπάσει καβγάς




Να πέτυχα άραγε στις εξετάσεις;




Μην ξανάρθεις σπίτι!




Πήγαινε, παιδί μου, στο καλό!




Το νερό της θάλασσας δεν πίνεται.




Θα παίζει στην αυλή.




Έχει κουραστεί.




Θα έρθεις αύριο μαζί μου στη δουλειά;




Αν βρω λίγο  χρόνο, θα ζωγραφίσω.




Ας γίνω πρώτα καλά, και ύστερα βλέπουμε.




Να μη μου ξαναμιλήσεις.




Τότε να δεις τι αξίζω.




Λυπήσου με, Θεέ μου.




Προσκύνα τον πασά.




Ανοίξτε τα παράθυρα.




Φύγε!






Άσκηση για τη σημασία των εγκλίσεων

 Να αναγνωρίσετε την έγκλιση των υπογραμμισμένων ρημάτων και να σημειώσετε τι εκφράζει, σύμφωνα με το παράδειγμα (το πραγματικό, πιθανό, δυνατό, ευχή, απορία, παραχώρηση, προσταγή, προτροπή-αποτροπή, παράκληση, ενδεχόμενο, επιθυμία).
Ας φύγουμε γρήγορα!                                                      Υποτακτική              Προτροπή
Κάνει ζέστη σήμερα
Θα πέρασε από το σπίτι σου, αλλά δε θα σε βρήκε
Θα έκανα τα πάντα για να σε κερδίσω.
Δεν έρχεσαι αύριο μαζί μου στο σπίτι;
Ας είμαστε καλά
Αν διαβάσω θα περάσω στη σχολή που θέλω.
Ας έρθει και ο φίλος σου μαζί.
Ας έχει την Παναγιά κοντά του!
Στο σπίτι να δεις καβγάς που έγινε!
Να πέτυχα άραγε στις εξετάσεις;
Μην ξανάρθεις σπίτι!
Φύγε!
Φύγε λίγο και εσύ να ξεκουραστείς.
Φύγε, σε παρακαλώ.
Φύγε, εάν θέλεις.
Πήγαινε, παιδί μου, στο καλό!
Το νερό της θάλασσας δεν πίνεται.
Θα παίζει στην αυλή.
Δε θέλει να ακολουθήσει· θα κουράστηκε
Δεν έρχεσαι αύριο μαζί μου στη δουλειά;
Αν βρω λίγο  χρόνο, θα ζωγραφίσω.
Ας γίνω πρώτα καλά, και ύστερα βλέπουμε.
Να μη μου ξαναμιλήσεις.
Τότε να δεις τι αξίζω.
Λυπήσου με, Θεέ μου.
Προσκύνα τον πασά.
Ανοίξτε τα παράθυρα.

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

Υγρόν πυρ

Η υπεροχή του βυζαντινού πολεμικού ναυτικού οφειλόταν χωρίς αμφιβολία στο φοβερό όπλο που είχαν στην κατοχή τους: το υγρόν πυρ ή όπως το συναντάμε με άλλες ονομασίες: πυρ θαλάσσιον, Μηδικόν πυρ, σκευαστόν πυρ. Η εκτόξευση υγρών εύφλεκτων υλών ήταν γνωστή από την Αρχαιότητα, με τη μορφή φλεγόμενων βελών ή εύφλεκτων υλών μέσα σε δοχεία. Το υγρόν πυρ μοιάζει να ήταν το ισχυρότερο όλων αυτών, γιατί είχε το χαρακτηριστικό να μην σβήνει όταν ερχόταν σε επαφή με το νερό.

Σύμφωνα με τον ιστορικό Θεοφάνη, ο Ελληνοσύρος αρχιτέκτονας Καλλίνικος ήταν ο εφευρέτης το υγρού πυρός και οι Βυζαντινοί το χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά εναντίον του ναυτικού των Αράβων, κατά την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης το 717-718. Εφόσον όμως τα συστατικά για την παρασκευή του υγρού πυρός ήταν ήδη γνωστά από την Αρχαιότητα, η συμβολή του Καλλίνικου θα μπορούσε να ήταν στον τρόπο εκτόξευσης του υγρού πυρός.

Η σύνθεση του υγρού πυρός παραμένει μυστήριο μέχρι και σήμερα, αφού τα συστατικά και ο τρόπος παρασκευής του ήταν κρατικό μυστικό. Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος απείλησε με αφορισμούς όποιον θα πρόδιδε τη μυστική φόρμουλα, την οποία, όπως έλεγαν, την είχε αποκαλύψει ένας άγγελος σταλμένος από το Θεό στον Μεγάλο Κωνσταντίνο. Υποθέτουμε ότι το υγρόν πυρ ήταν ένα μείγμα από θειάφι και νάφθα, ένα εύφλεκτο ορυκτό έλαιο, όπως το αργό πετρέλαιο, που το έβρισκαν στην περιοχή μεταξύ Κασπίας και Μαύρης θάλασσας, καθώς και στην Αραβία. Όμως, περιείχε και άλλα καύσιμα υλικά, όπως ασβέστη και ρητίνη, τα οποία ενίσχυαν την ανάφλεξη. Εκτός από του Βυζαντινούς, φαίνεται ότι και οι Άραβες γνώριζαν και χρησιμοποιούσαν, τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα, εμπρηστικά μείγματα με κυριότερα συστατικά τη νάφθα και την υγρή πίσσα που δεν έσβηναν με νερό παρά μόνο με άμμο. Αυτό δεν είναι παράξενο, αφού οι δύο λαοί ήταν σε συνεχή επαφή μεταξύ τους (ιδιαίτερα κατά την πρώτη χιλιετία), σίγουρα υπήρχε μεταξύ τους κατασκοπεία και οι πολλοί αιχμάλωτοι και από τις δυο πλευρές θα μετέδιδαν πληροφορίες στο αντίπαλο στρατόπεδο, ιδιαίτερα όταν ο εχθρός είχε ήδη καταφέρει να πάρει στα χέρια του το μυστικό όπλο.

Το υγρόν πυρ φυλασσόταν μέσα σε μακρόστενα σκεύη, πήλινα ή μεταλλικά, τα οποία ονομάζονταν σίφωνες. Τα σκεύη αυτά τα περιέλουζαν με το ίδιο το μίγμα και του έβαζαν φωτιά αμέσως πριν τα εκτοξεύσουν, ή τα τύλιγαν με υφάσματα ποτισμένα στο μίγμα, στα οποία επίσης έβαζαν φωτιά. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι σίφωνες διέθεταν δαδιά που πρέπει να λειτουργούσαν όπως τα σημερινά φιτίλια. Η ρίψη των σιφώνων γινόταν από ειδικές εκτοξευτικές μηχανές που βρίσκονταν στις πλώρες των πλοίων: οι μηχανές αυτές ήταν μάλλον βαλλίστρες, δηλαδή μεγάλων διαστάσεων ξυλοκατασκευές που είχαν μηχανισμό όμοιο με αυτόν του τόξου, και έριχναν πέτρες ή βέλη. Οι βαλλίστρες είχαν διάφορα μεγέθη, ανάλογα με τον τύπο ή το μέγεθος του πλοίου που τις χρησιμοποιούσε, και εξωτερικά καλύπτονταν από μεταλλικές κεφαλές αγρίων ζώων που έβγαζαν από το στόμα τους φωτιά και καπνό. Υπήρχαν επίσης και χειροσίφωνες, που μάλλον ήταν μικρά πήλινα ή μεταλλικά αγγεία γεμάτα με υγρόν πυρ, τα οποία θα ρίχνονταν εναντίον των εχθρών όπως οι σημερινές χειροβομβίδες.

Η κύρια επιτυχία του υγρού πυρός ήταν ότι έσπερνε τη σύγχυση και τον πανικό στα εχθρικά πλοία, που έπαιρναν αμέσως φωτιά – η πυρκαγιά είναι το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί για ένα ξύλινο πλοίο στην ανοικτή θάλασσα σε ώρα ναυμαχίας. Οι Βυζαντινοί χρησιμοποίησαν το υγρόν πυρ μέχρι τον 13ο αιώνα. Τελευταία φορά, όμως, που μαθαίνουμε ότι χρησιμοποιήθηκε από τους Βυζαντινούς είναι κατά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης· ο ιστορικός Φραντζής αναφέρει ότι με υγρόν πυρ απωθήθηκαν οι Οθωμανοί που άρχισαν να σκάβουν σήραγγες κάτω από τα τείχη της πόλης, ενώ υγρόν πυρ χρησιμοποίησε και ο Φραγκίσκος Φλαντανέλα, κυβερνήτης πλοίου ναυλωμένου από τον Κωνσταντίνο ΙΑ’ Παλαιολόγο, που νίκησε μια μοίρα του Οθωμανικού στόλου σε ναυμαχία στο Βόσπορο στις 20 Απριλίου 1453. 

εικόνα λογότυπου του Ευρωπαικου κέντρου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων που παρουσιάζει με τρόπο τα αρχικα του κέντρου μέσα σε ένα κόκκινο ορθογωνιο συνδυασμένα σε ένα ενιαίο τυπογραφικό σχήμα

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

Όπλα των Βυζαντινών

Ο βυζαντινός στρατός όσο καλά οργανωμένος κι αν ήταν δεν θα μπορούσε να υπερασπιστεί τα εδάφη της αυτοκρατορίας και την ασφάλεια των κατοίκων της χωρίς τον κατάλληλο στρατιωτικό εξοπλισμό. Έτσι, οι Βυζαντινοί ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με την εξέλιξη παλαιών όπλων και τη δημιουργία νέων, σε μια συνεχή προσπάθεια άμυνας και υπερίσχυσης έναντι των αντιπάλων τους.

Ο οπλισμός που έφερε κάθε στρατιώτης εξαρτιόταν από τη μονάδα στην οποία ανήκε. Υπήρχαν ειδικά κρατικά εργαστήρια για την κατασκευή όπλων, τα αρμαμέντα, ενώ η οπλοφορία και το εμπόριο όπλων από ιδιώτες απαγορευόταν αυστηρά. Ωστόσο, σε εποχές που τα οικονομικά του κράτους δεν ήταν καλά ή όταν το στράτευμα ήταν μισθοφορικό, ο κάθε στρατιώτης ήταν υπεύθυνος ο ίδιος για τα όπλα του.

Τα βυζαντινά όπλα χωρίζονται σε αμυντικά και επιθετικά. Στον αμυντικό εξοπλισμό ανήκει κατ’ αρχάς η πανοπλία, που περιλάμβανε το σιδερένιο κράνος (κασσίδιον ή κόρυς) που προστάτευε το κεφάλι, τον σιδερένιο, αλυσιδωτό ή φολιδωτό θώρακα (λωρίκιον) που προφύλασσε τον κορμό του πολεμιστή, και τα ειδικά προστατευτικά των χεριών (χειρόψελλα ή μανικέλλια) και των ποδιών (ποδόψελλα ή χαλκότουβλα), φτιαγμένα από μέταλλο, δέρμα ή ξύλο. Επειδή η πανοπλία γενικά ήταν πολύ ακριβή και πολλοί στρατιώτες δεν είχαν τα μέσα να την αποκτήσουν, κατέφευγαν σε απλούστερες λύσεις. Εναλλακτικές λύσεις ήταν τα υφασμάτινα κράνη (καμελαύκια) και τα ρούχα από δέρματα ή σκληρά υφάσματα (καββάδια) αντί για θώρακα. Ορισμένες φορές τα ενδύματα κάτω από το θώρακα ήταν από μετάξι, καθώς η πυκνή ύφανσή του προστάτευε από τα βέλη. Οι ασπίδες (σκουτάρια) συμπλήρωναν τον αμυντικό εξοπλισμό· υπήρχαν σε διάφορα σχήματα και μεγέθη, και στην εξωτερική τους επιφάνεια έφεραν παραστάσεις και χρώματα που δήλωναν τη μονάδα στην οποία ανήκε ο στρατιώτης που την έφερε.

Τα επιθετικά όπλα διακρίνονται στα αγχέμαχα, τα όπλα που προορίζονται για μάχες σώμα με σώμα, και στα εκηβόλα, που χτυπούσαν τον εχθρό από απόσταση. Στα αγχέμαχα όπλα ανήκει το ξίφος (σπαθίον), το κατ’ εξοχήν επιθετικό όπλο των Βυζαντινών, που κρεμόταν από ιμάντα (λουρί) και φυλασσόταν σε ειδική θήκη (θηκάρι). Η λόγχη (κοντάριον) ήταν από τα σημαντικότερα όπλα που είχαν στη διάθεσή τους οι μονάδες του πεζικού. Το ρόπαλο (βαρδούκιον), από σιδερένια ράβδο ή από γερό ξύλο, πάνω στα οποία ήταν στερεωμένα σιδερένια καρφιά, ήταν όπλο που το χρησιμοποιούσε το βαριά οπλισμένο ιππικό. Το τσεκούρι (πέλεκυς) είχε μία ή δύο κόψεις και, όταν είχε μία κόψη, ονομαζόταν τζικούριον. Οι πολεμιστές μετέφεραν τα τσεκούρια μέσα σε θήκες ζωσμένες γύρω στη μέση τους.

Το τόξο (δοξάριον) ήταν το πιο σπουδαίο εκηβόλο όπλο. Ήταν κατασκευασμένο από ξύλο, κέρατο ή κόκαλο και τένοντες ζώων, ενώ η χορδή του φτιαχνόταν από νεύρα ή εντόσθια ζώων ή ακόμα και από φυτικές ίνες. Το μήκος του έφτανε τα 125 εκατοστά και οι δύο του άκρες ήταν καμπυλωμένες. Τα βέλη (σαγίτες) είχαν μήκος 70 εκατοστά και ήταν από λεπτό ξύλο ή καλάμι που κατέληγε σε αιχμή από μέταλλο, γυαλί, κόκαλο ή ξύλο. Κατά τη διάρκεια των ναυμαχιών και των πολιορκιών δεν ήταν σπάνια η ρίψη πυρφόρων βελών. Τα βέλη τοποθετούνταν σε δεσμίδες ανά 30 ή ανά 60 στις φαρέτρες(κούκουρα), που κρέμονταν στην πλάτη των πεζικάριων ή στη ζώνη των ιππέων. Ένα τόξο μικρού μεγέθους ήταν το σωληνάριον, που έριχνε μικρά βέλη, τις μυίες. Ένα ιδιαίτερα φονικό όπλο ήταν η τζάγγρα, ένα κοντό πολύ ισχυρό τόξο, που εκτόξευε μικρότερου μεγέθους και πιο χοντρά από τα κανονικά βέλη για την διάτρηση της θωράκισης των εχθρών.

Μία άλλη σημαντική κατηγορία όπλων ήταν τα τειχομαχικά, όσα δηλαδή χρησιμοποιούνταν στις πολιορκίες κάστρων. Στις πολιορκητικές μηχανές που είχαν στη διάθεσή τους οι πολιορκητές, εκτός από τις σκάλες και τις ξύλινες γέφυρες, ανήκει ο κριός, με τον οποίο γκρέμιζαν ευπαθή τμήματα των τειχών, όπως για παράδειγμα τις πύλες. Τον κριό αποτελούσε μια μεγάλη δοκός από σκληρό ξύλο, που στην άκρη της έφερε συμπαγές μέταλλο σε σχήμα κεφαλής κριού. Ο κριός κρεμιόταν ελεύθερα με μια αλυσίδα από μια σκαλωσιά· καθώς ταλαντώνονταν κατευθυνόταν με ορμή πάνω στον στόχο του. Η σκαλωσιά είχε τροχούς και τη μετέφεραν στρατιώτες. Το πετροβόλον ήταν όπλο που εκσφενδόνιζε μεγάλες πέτρες, ώστε να δημιουργούνται ρήγματα στα τείχη. Από τις πιο γνωστές πολιορκητικές μηχανές ήταν οι ελεπόλεις, ξύλινοι τροχοφόροι πύργοι, αρκετά ψηλοί ώστε να φτάνουν στην κορυφή των τειχών. Από την υψηλότερη εξέδρα αυτών των πύργων, οι στρατιώτες μπορούσαν να πολεμήσουν τους υπερασπιστές του τείχους στο ίδιο περίπου ύψος.

Αυτοί οι πύργοι συχνά μετέφεραν εκηβόλα μηχανήματα, καθώς και τον κριό στο χαμηλότερο επίπεδο. Μια άλλη πολιορκητική μηχανή με ρόδες ήταν η χελώνη, η οποία προστάτευε στο υπόστεγό της τους επιτιθέμενους. Μ’ αυτήν οι στρατιώτες πλησίαζαν τα τείχη, έπλητταν τη λιθοδομή τους ή έσκαβαν το έδαφος δημιουργώντας σήραγγες από κάτω τους.

Το βυζαντινό πολεμικό ναυτικό, διέθετε επίσης αντίστοιχα με το πεζικό όπλα· οι δρόμωνες, τα δρομώνια και τα χελάνδια ήταν πλοία εξοπλισμένα με ξυλόκαστρα, απ’ όπου οι πολεμιστές μπορούσαν να εκσφενδονίζουν βλήματα εναντίον των εχθρικών πλοίων, καθώς και με εκτοξευτικές μηχανές για τους σίφωνες, τα πήλινα ή μεταλλικά δοχεία που περιείχαν το υγρό πυρ. Κατά τη ναυμαχία εκσφενδόνιζαν και χειροσίφωνες, μικρά πήλινα ή μεταλλικά σκεύη με υγρό πυρ, που χρησιμοποιούνταν σαν τις σημερινές χειροβομβίδες, καθώς και τοξοβαλλίστρες που εκτόξευαν μικρά βέλη, τις μυίες. Τέλος, στην περίμετρο των πλοίων ήταν τοποθετημένες ασπίδες σε σειρά, αλλά και δέρματα, προκειμένου να προστατευτούν οι πολεμιστές, αλλά κυρίως τα ίδια τα σκάφη από τις εμπρηστικές ύλες του εχθρού και να εμποδίζεται η εξάπλωση της φωτιάς.

Ασκήσεις για το Υποκείμενο


Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013

Το γιοφύρι της Άρτας

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ (1772-1847)


Ο Αθανάσιος Χριστόπουλος γεννήθηκε στην Καστοριά. Γιος κληρικού πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, όπου είχε καταφύγει η οικογένειά του λόγω οικονομικών δυσχερειών. Μαθήτευσε στο Λύκειο Βουκουρεστίου με δάσκαλο τον Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη, ο οποίος άσκησε μεγάλη επίδραση στις γλωσσικές και φιλοσοφικές απόψεις του Χριστόπουλου. Σπούδασε ιατρική, φιλοσοφία, ξένες γλώσσες και λατινικά στη Βούδα και το 1794 έφυγε για την Πάντοβα, όπου, αν και ξεκίνησε με σπουδές ιατρικής, κατέληξε να αφοσιωθεί στα νομικά. Το 1797 επέστρεψε στο Βουκουρέστι, γνώρισε τον Λάμπρο Φωτιάδη και μπήκε στον κύκλο του Καταρτζή. Εργάστηκε για πολλά χρόνια ως οικοδιδάσκαλος στην Αυλή του ηγεμόνα Μουρούζη και απέκτησε τον τίτλο του καμινάρη. Ακολούθησε ένα διάστημα παραμονής στην Πόλη. Μετά το 1812 πέρασε στην Αυλή του ηγεμόνα της Βλαχίας Ιωάννη Καρατζά και ανακηρύχτηκε άρχων μέγας λογοθέτης. Με ανάθεση του Καρατζά ο Χριστόπουλος συνέγραψε το Ιδιωτικό Δίκαιο από κοινού με τον αδερφό του Κυριάκο, και έγινε νομικός σύμβουλος του Καρατζά. Μετά την ανάκληση του τελευταίου από την ηγεμονία το 1820 ο Χριστόπουλος έφυγε για την Τρανσυλβανία, όπου συνέχισε τη συγγραφική του δραστηριότητα. Ταξίδεψε στα Επτάνησα ως απεσταλμένος της Φιλικής Εταιρίας και έμεινε δύο μήνες στη Ζάκυνθο, υπήρξε μέλος της επαναστατικής επιτροπής στις Ηγεμονίες και σύμβουλος του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Μετά την επανάσταση προσπάθησε να εγκατασταθεί στον απελευθερωμένο ελλαδικό χώρο, αναγκάστηκε ωστόσο, κυρίως λόγω του αντιφαναριωτικού πνεύματος που κυριαρχούσε, να φύγει το 1836 ξανά για την Τρανσυλβανία. Πέθανε το Γενάρη του 1847 στο Βουκουρέστι. Το συγγραφικό έργο του Χριστόπουλου περιλαμβάνει μια Γραμματική της αιολοδωρικής διαλέκτου (1805), όπου υποστήριξε τη γλωσσική θεωρία του Καταρτζή και υπεραμύνθηκε της ‘λαλουμένης’ γλώσσας, το τετράπρακτο ιστορικό δράμα Αχιλλεύς, που παραστάθηκε στην Αυλή του Μουρούζη με τον τίτλο Ο θάνατος του Πατρόκλου και αποτελεί πρωτόλειο έργο με σαφείς επιδράσεις από τον Διαφωτισμό και τις ιδέες περί αναβίωσης των αρχαιοελληνικών προτύπων, τα Λυρικά, συλλογή βακχικών και ερωτικών (σύμφωνα με δικούς του χαρακτηρισμούς) ποιημάτων, στα οποία συνυπάρχουν η αισιοδοξία και η μελαγχολία, ο ύμνος του έρωτα και η ηθική της ζωής και της ύπαρξης με το στοιχείο του εφήμερου του βίου. Ο Χριστόπουλος μπόλιασε την φαναριώτικη ποίηση με στοιχεία της γαλλικής ποίησης του 18ου αιώνα και της ιταλικής ανακρεόντειας τάσης και τα έργα του γνώρισαν μεγάλη επιτυχία στην εποχή τους. Ο Λίνος Πολίτης στην Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας χαρακτηρίζει τον Χριστόπουλο πρόδρομο του Σολωμού στα πρώτα του βήματα, ως προς τη γλώσσα και τη στιχουργική. Πρέπει να επισημανθεί τέλος η συγγραφή μεταφράσεων, αρχαιολογικών μελετών, πολιτικών σκέψεων και κριτικών δοκιμίων και γενικότερα η πνευματική πολυπραγμοσύνη του.


Εδώ μπορείτε να διαβάσετε τη συλλογή ποιημάτων του Χριστόπουλου

Η κρητική λογοτεχνία-Ερωτόκριτος-Ερωφίλη

Η Κρήτη έμεινε κάτω από την κυριαρχία των Βενετών από το 1211 ως το 1669, όταν και αυτή υποδουλώθηκε στους Τούρκους. Στη διάρκεια της βενετοκρατίας το νησί γνώρισε οικονομική και εμπορική ανάπτυξη και παρουσίασε τα περισσότερα δείγματα λογοτεχνικής ακμής. Τους δύο πρώτους αιώνες ο ντόπιος πληθυσμός έτρεφε εχθρικά αισθήματα προς τους Βενετούς κατακτητές. Βαθμιαία όμως η επικοινωνία Βενετών και Ελλήνων έγινε στενότερη. Την περίοδο αυτή πολλά χειρόγραφα αρχαίων Ελλήνων και Βυζαντινών συγγραφέων αντιγράφονταν στο νησί που γρήγορα εξελίχτηκε σε πολιτισμικό κέντρο. Οι μορφωμένοι μιλούσαν και τις δύο γλώσσες, ενώ ανάμεσα στους ευγενείς Βενετούς, πολλοί ήταν εκείνοι που δε θυμούνταν πια την ευγενική τους καταγωγή και δε διατηρούσαν παρά το επώνυμό τους και τα λίγα φέουδα που τους απέμειναν. Η άνθηση της λογοτεχνίας στην Κρήτη και η θαυμαστή κορύφωση στην οποία έφτασε οφείλεται στην επιρροή της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης, η οποία συνετέλεσε στη δημιουργία της «Κρητικής Αναγέννησης». Ο Λίνος Πολίτης ονομάζει την περίοδο αυτή «χρυσή περίοδο στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας».
Δομήνικος Θεοτοκόπουλος (1541-1614), «Η ταφή του Χριστού» (Εθνική Πινακοθήκη)
Δομήνικος Θεοτοκόπουλος (1541-1614), «Η ταφή του Χριστού» (Εθνική Πινακοθήκη)
Η άνθηση αυτή δεν παρατηρήθηκε μόνο στα γράμματα αλλά και στην τέχνη. Έτσι, στην αρχιτεκτονική, τη μουσική και τη ζωγραφική η βυζαντινή παράδοση δέχτηκε στοιχεία της Ιταλικής Αναγέννησης. Ο μεγάλος ζωγράφος Δομήνικος Θεοτοκόπουλος (1540-1614) μαθήτευσε στην Κρήτη και το 1567 έφυγε για τη Βενετία και μετά για το Τολέδο της Ισπανίας, όπου έγινε διάσημος ως el Greco.
 

 

 
α) Ερωτόκριτος: είναι μεγάλο αφηγηματικό ποίημα, ένα έμμετρο μυθιστόρημα που έχει πλοκή παραμυθιού. Το έργο αποτελείται από 10.052 ομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους και διαιρείται σε πέντε μέρη.
Η υπόθεση του Ερωτόκριτου: Βρισκόμαστε στην προχριστιανική Αθήνα, κάστρο της εποχής όμοιο με τα ιπποτικά που δέσποζαν στη Δύση. Εκεί ζει ο βασιλιάς Ηράκλης και η γυναίκα του που, αφού έμειναν πολλά χρόνια χωρίς παιδί, φέρνουν στον κόσμο μια κόρη, την Αρετούσα, την οποία ερωτεύεται ο Ερωτόκριτος (το όνομά του το βρίσκουμε και ως Ρωτόκριτος ή Ρώκριτος), γιος του συμβούλου του βασιλιά Πεζόστρατου. Ο νέος ομολογεί την αγάπη του στο φίλο και σύμβουλό του Πολύδωρο. Έπειτα μεταμφιεσμένος τραγουδάει καντάδες κάτω από τα παράθυρα της Αρετούσας. Ο βασιλιάς το μαθαίνει και βάζει τέλος στις νυχτερινές αυτές συναντήσεις. Η Αρετούσα ερωτευμένη με τον άγνωστο τραγουδιστή ομολογεί τα αισθήματά της στη νένα της, τη Φροσύνη. Ο Ερωτόκριτος κάνει με το φίλο του Πολύδωρο ένα ταξίδι στον Έγριπο (παραφθορά του Εύριπος, δηλαδή στην Εύβοια) για να διασκεδάσει τη θλίψη του. Στη διάρκεια της απουσίας του η Αρετούσα ανακαλύπτει το πορτρέτο της στο δωμάτιο του Ερωτόκριτου και του στέλνει μήλα για δώρο και για να του εκδηλώσει την αγάπη της.
Στη συνέχεια ο βασιλιάς οργανώνει έναν αγώνα για να διασκεδάσει την κόρη του. Ο αφηγητής περιγράφει λεπτομερώς τις μονομαχίες, ιδιαίτερα εκείνη του Κρητικού με τον Καραμανίτη (που συμβολίζει τη σύγκρουση των Κρητών με τους Τούρκους). Ο Ερωτόκριτος νικά στον αγώνα και παίρνει το στεφάνι από το χέρι της Αρετούσας. Παίρνει τότε το θάρρος κι εκμυστηρεύεται το αίσθημά του στον πατέρα του πείθοντάς τον να ζητήσει το χέρι της κόρης από το βασιλιά.
Ο Πεζόστρατος ζητεί από το βασιλιά το χέρι της Αρετούσας για το γιο του, όμως ο Ηράκλης εξοργισμένος από την αλαζονεία ενός κοινού θνητού διώχνει τον Πεζόστρατο, εξορίζει το γιο του και φυλακίζει την Αρετούσα που δε δέχεται να παντρευτεί κανένα από τα αρχοντόπουλα. Τρία χρόνια μένει φυλακισμένη, γιατί αποκρούει την πρόταση γάμου του βασιλόπουλου του Βυζαντίου, που της επαναλαμβάνει κάθε μέρα ο πατέρας της. Αχώριστοι φίλοι των δύο νέων είναι ο Πολύδωρος και η Φροσύνη που παίζουν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της υπόθεσης.
Αργότερα κηρύσσεται πόλεμος εναντίον του βασιλιά των Βλάχων, στον οποίο έρχεται και πολεμά με γενναιότητα ο Ερωτόκριτος μεταμφιεσμένος σε μαύρο με τη βοήθεια ενός μαγικού υγρού. Στη μάχη σώζει το βασιλιά και δέχεται να μονομαχήσει με τον Άριστο, ανεψιό του βασιλιά των Βλάχων, τον οποίο και σκοτώνει. Ο Ερωτόκριτος ζητεί για αμοιβή του να παντρευτεί την Αρετούσα, που δεν τον αναγνωρίζει στην αρχή, γι' αυτό αρνείται. Στο τέλος όμως γίνεται η αναγνώριση χάρη στο μαγικό υγρό που του ξαναδίνει τη μορφή του και οι νέοι παντρεύονται και ζουν ευτυχισμένοι.
Το έργο σώζεται σε ένα μόνο χειρόγραφο που μετά το 1669 μεταφέρθηκε από Κρητικούς στα Επτάνησα. Η υπόθεση και τα πρόσωπα του έργου είναι φανταστικά και μόνο σε μερικά επεισόδια συναντούμε ιστορικούς υπαινιγμούς, όπως στη μονομαχία του Κρητικού με τον Καραμανίτη. Στον Ερωτόκριτο εξυμνούνται οι ιπποτικές αρετές, η παλικαριά, ο έρωτας, η φιλία, η ιπποτική γενναιοφροσύνη και η σταθερότητα. Πάνω από όλα όμως διακρίνονται τα στοιχεία της ελληνικής λαϊκής παράδοσης που εκφράζονται μέσα από το συνδυασμό στοιχείων της αρχαίας μυθολογίας με άλλα που ανήκουν στη λαϊκή νοοτροπία της εποχής. Μερικοί στίχοι του Ερωτόκριτου θυμίζουν στίχους δημοτικών τραγουδιών.
Ποιητής του Ερωτόκριτου είναι ο Βιτσέντζος Κορνάρος που γεννήθηκε στη Σητεία της Κρήτης, όπως ο ίδιος αυτοσυστήνεται στον επίλογο του έργου του και είναι γόνος μεγάλης βενετοκρητικής οικογένειας. Οι μελετητές συμφωνούν στο ότι ο Κορνάρος δανείστηκε την υπόθεση από ένα μεσαιωνικό γαλλικό μυθιστόρημα του 1847, τοParis et Vienne του Πιερ ντε λα Συπέντ (Pierre de la Cypède), που το γνώρισε προφανώς από κάποια ιταλική μετάφραση. Αν και το πρότυπο είναι ξένο, ο Ερωτόκριτος είναι έργο καθαρά ελληνικό. Η δράση του εκτυλίσσεται στην ειδωλολατρική Αθήνα και το λαϊκό στοιχείο είναι διάχυτο και στη στιχουργική και στη θεματική. «Καταλαβαίνουμε εδώ την περηφάνια ενός δημιουργού με ελληνική παιδεία, που έμαθε από τους ανθρώπους της ιταλικής Αναγέννησης να θαυμάζει τους αρχαίους», γράφει ο Γάλλος νεοελληνιστής Τοννέ (Henri Tonnet).
 
Η λογοτεχνική αξία του έργου είναι μεγάλη. Ο Αδαμάντιος Κοραής ονόμασε τον ποιητή του Ερωτόκριτου «Όμηρο της δημώδους ποιήσεως», ενώ από τη μελέτη του επηρεάστηκε ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός. Ο Γιώργος Σεφέρης στο γνωστό του δοκίμιο για τον Ερωτόκριτο σημειώνει τις αρετές του έργου: «έλλειψη ρητορείας, περιγραφή της λεπτομέρειας, κυριαρχία στη γλώσσα και τον ρυθμό της». Ο Ερωτόκριτος είναι ποίημα «γοητευτικό». Ακόμα και οι επαναλήψεις συντελούν στη γοητεία που ασκεί. Το ποίημα έγινε δημοφιλές ανάγνωσμα των λαϊκών τάξεων και κέρδισε την προσοχή και το θαυμασμό των μελετητών.
Η κρητική αναγέννηση, προτού καταποντιστεί, έδωσε δυο καρπούς που θαήταν αρκετοί για να τιμήσουν τόπους πολύ μεγαλύτερους από αυτό το νησί.
Μια έντονη προσωπικότητα, τον Θεοτοκόπουλο. Κι αυτή τη δεκαπεντασύλλαβη φράση, που ήταν ικανή να εκφραστεί με τέτοια ακρίβεια:
Γονέοι που μ' εσπείρετε, κι από τα κόκκαλά σας
επήρα κι απ' το αίμα σας κι από την αναπνιά σας (Δ 309-10)
Γιώργος Σεφέρης, ΔοκιμέςΑ΄, σελ. 299
Πολλοί στίχοι του έμειναν στη μνήμη και δίστιχά του πήραν τον χαρακτήρα λαϊκών παροιμιών. Στις λαϊκές γιορτές των Επτανήσων, της Πελοποννήσου, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας γίνονταν δραματικές παραστάσεις επεισοδίων του. Σημαντική επίδραση άσκησε οΕρωτόκριτος σε ολόκληρη τη μεταγενέστερη λογοτεχνική παραγωγή.
β) Η Βοσκοπούλα ανήκει στην ποιμενική ποίηση και είναι ένα σύντομο αφηγηματικό ποίημα. Από τα παλαιότερα κρητικά έργα τυπώθηκε στη Βενετία στα 1627. Είναι γραμμένο στο ιδίωμα της δυτικής Κρήτης και μεταφράστηκε στα λατινικά. Ο συγγραφέας της είναι άγνωστος και η υπόθεση απλή:
 
Υπόθεση της Βοσκοπούλας: Ένας νέος Κρητικός βοσκός συναντά στα λειβάδια μια όμορφη βοσκοπούλα και την ερωτεύεται. Περνούν μαζί ευτυχισμένες μέρες στη σπηλιά της, γιατί ο γέρος πατέρας της έλειπε. Ο βοσκός φεύγει αλλά υπόσχεται να επιστρέψει σε ένα μήνα και να τη ζητήσει από τον πατέρα της. Μια αρρώστια όμως τον κρατά στο κρεβάτι και γυρίζει ύστερα από δύο μήνες. Η βοσκοπούλα στο διάστημα αυτό αρρωσταίνει και πεθαίνει από τη λύπη της. Ο πατέρας υποδέχεται με θρήνους τον αγαπημένο της. Ο βοσκός αποφασίζει να ζήσει στην ερημιά με την ανάμνηση της βοσκοπούλας και με μόνη του συντροφιά ένα αρνί που εκείνη του είχε χαρίσει.
Το έργο τυπώθηκε πολλές φορές σε λαϊκές εκδόσεις, και αποσπάσματά του βρίσκουμε σε συλλογές δημοτικών τραγουδιών. Πολλοί ήταν οι θαυμαστές του, ανάμεσά τους και ο Διονύσιος Σολωμός, ο οποίος μας πληροφορεί ότι στην εποχή του δεν υπήρχε γυναίκα που να μην ήξερε τη Βοσκοπούλα.
 
γ) Η Θυσία του Αβραάμ: Πρόκειται για ένα θρησκευτικό δράμα, είδος πολύ δημοφιλές στην εποχή του, που οι πηγές του βρίσκονται στα βυζαντινά και τα ευρωπαϊκά «μυστήρια» του Μεσαίωνα. Τα «μυστήρια» (δραματικές αναπαραστάσεις) είναι ένα θεατρικό είδος που αναπτύχθηκε στο Μεσαίωνα και περιλαμβάνει δράματα θρησκευτικής φύσης που απορρέουν από τους θρύλους των αγίων, από την Παλαιά Διαθήκη και κυρίως από την Καινή Διαθήκη. Υπόθεση του έργου είναι το γνωστό επεισόδιο της Παλαιάς Διαθήκης, όπως αναφέρεται στο 24ο κεφάλαιο της Γενέσεως.
Υπόθεση της Θυσίας του Αβραάμ: Ένας άγγελος εμφανίζεται στον Αβραάμ και του ανακοινώνει την επιθυμία του Θεού να θυσιάσει το μονάκριβο γιο του Ισαάκ. Η φοβερή αναγγελία συγκλονίζει τον Αβραάμ, όπως και τη Σάρρα και τον Ισαάκ που το πληροφορούνται αργότερα. Ο καθένας όμως αντιδρά με το δικό του τρόπο, ανάλογα με το χαρακτήρα του. Ο Αβραάμ δε διστάζει ούτε στιγμή να υπακούσει στο θέλημα του Θεού και να τελέσει τη θυσία. Την τελευταία όμως στιγμή ο Κύριος σώζει τον Ισαάκ έχοντας ήδη δοκιμάσει την πίστη του πατέρα του.
«Η Θυσία του Αβραάμ» («Κειμήλια προσφύγων από τη Μικρά Ασία»), 19ος αιώνας (Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών)
«Η Θυσία του Αβραάμ» («Κειμήλια προσφύγων από τη Μικρά Ασία»), 19ος αιώνας(Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών)
Το έργο παραδόθηκε ανώνυμο. Πολλοί μελετητές όμως δέχονται ότι ποιητής της Θυσίας είναι ο Κορνάρος. Το άμεσο πρότυπό του είναι το δράμα Lo Isach του Λουίτζι Γκρότο (Luigi Groto), έργο ιταλικό.
Ο ποιητής ενδιαφέρεται λιγότερο για την εξωτερική δράση και περισσότερο για την εσωτερική εξέλιξη των προσώπων. Με ιδιαίτερη ευαισθησία ψυχογραφεί τη Σάρρα, τη μάνα που αγωνίζεται να γλιτώσει το γιο της χωρίς όμως να εναντιώνεται στο θέλημα του Θεού.
Το ποιητικό κατόρθωμα του Κρητικού ποιητή είναι ότι κατάφερε να συνθέσει ένα έργο ανώτερο από τα ευρωπαϊκά πρότυπά του. Η δέση και η λύση του μύθου, οι περιπέτειες, η σκηνική οικονομία, οι ζωντανοί χαρακτήρες, ο λυρισμός και η λιτότητα του ύφους θυμίζουν κλασική τραγωδία. Το έργο είναι γραμμένο στη λαϊκή κρητική γλώσσα εμπλουτισμένη με λαϊκές παροιμίες, δίστιχα, ευχές, γνώμες και μοιρολόγια.
Η Θυσία του Αβραάμ έγινε λαϊκό ανάγνωσμα στην Κρήτη και στα Επτάνησα. Πολλοί στίχοι του έργου έγιναν λαϊκά μοιρολόγια και μαντινάδες.
δ) Στο κρητικό θέατρο ανήκουν εννέα έργα όλα θεατρικά (εκτός από την πρώιμη Βοσκοπούλα και τον Ερωτόκριτο). Από αυτά τρία γράφτηκαν από τον ποιητή Γεώργιο Χορτάτζη, η Ερωφίλη (τραγωδία), οΚατζούρπος (κωμωδία) και η Πανώρια (ποιμενικό δράμα).
Στις τραγωδίες εκτός από την Ερωφίλη ανήκουν επίσης: 1) ΟΒασιλεύς Ροδολίνος, που γράφτηκε από τον ποιητή Ιωάννη Ανδρέα Τρωίλο από το Ρέθυμνο και τυπώθηκε επίσης στη µενετία το 1647 και 2) ο Ζήνων, που δεν είναι σίγουρο πως είναι κρητικό έργο, μια και ο ποιητής του είναι άγνωστος, ενώ έχει αποδειχτεί πως γράφτηκε και παραστάθηκε στη Ζάκυνθο στα 1682-1683.
Στις κωμωδίες ανήκουν: 1) ο Κατζούρμπος, που είναι το ωριμότερο έργο του Χορτάτζη, ο οποίος όταν βρισκόταν στη Βενετία γνώρισε ανάλογες ιταλικές κωμωδίες, 2) ο Στάθης, έργο του οποίου ο ποιητής είναι άγνωστος και 3) ο Φορτουνάτος του Κρητικού ποιητή Μάρκου-Αντώνιου Φόσκολου.
Την ποιμενική ποίηση εκπροσωπεί εκτός από τη Βοσκοπούλα, ηΠανώρια, γνωστή και ως Γύπαρης, που πρωτοτυπώθηκε στη Βενετία το 1583. Το θέμα του δράματος είναι ολόκληρο παρμένο από την αρχαία μυθολογία (από τις Μεταμορφώσεις του Οβιδίου).
 
ε) Η Ερωφίλη είναι πεντάπρακτη τραγωδία στον τύπο των αρχαίων τραγωδιών με επεισόδια και χορικά.
Υπόθεση της Ερωφίλης: Ο γιος του βασιλιά της Τζέρτζας Πανάρετος έπειτα από το θάνατο του πατέρα του πέφτει στα χέρια του βασιλιά της Αιγύπτου Φιλόγονου, που τον μεγαλώνει μαζί με την κόρη του Ερωφίλη και τον περιβάλλει με πολλές τιμές για τη σύνεση και την ανδρεία του. Όταν μεγαλώνουν τα δυο παιδιά ερωτεύονται και παντρεύονται κρυφά. Ο Φιλόγονος πληροφορείται το μυστικό τους, εξαγριώνεται, σκοτώνει τον Πανάρετο και προσφέρει τα μέλη του κομματιασμένα στην Ερωφίλη, η οποία αυτοκτονεί από τη λύπη της. Ο χορός των κοριτσιών-ακολούθων της σκοτώνει τον πατέρα της και με τον τρόπο αυτό τιμωρείται ο Φιλόγονος, ο οποίος είχε δολοφονήσει τον αδελφό του και του είχε αρπάξει το θρόνο.
Η τραγωδία γράφτηκε με πρότυπο την ιταλική τραγωδία Ορμπέκε (Orbecche) του Τζιράλντι (G. Battista Giraldi). Όπως συμβαίνει στις ευρωπαϊκές τραγωδίες, ανάμεσα στις πέντε πράξεις παρεμβάλλονται τέσσερα «ιντερμέδια» (= μουσικοχορευτικά κομμάτια με διαφορετική υπόθεση) που αποτελούν ολόκληρο εμβόλιμο δράμα. Τα «ιντερμέδια» αυτά έχουν ως θέμα τους ένα επεισόδιο παρμένο από το έργο του Ιταλού ποιητή Τορκουάτο Τάσσο Ελευθερωμένη Ιερουσαλήμ (Torquato Tasso,Gerusalemne Liberata). Ποιητής της Ερωφίλης είναι ο Γεώργιος Χορτάτζης από το Ρέθυμνο, ο οποίος εκτός από το πηγαίο ταλέντο του διέθετε μεγάλη ελληνική και ιταλική παιδεία. Ο Κωστής Παλαμάς ονόμασε τον Χορτάτζη «πατέρα της νέας μας δραματικής τέχνης».
Η Ερωφίλη έγινε έργο πανελλήνιο και διαβάστηκε πολύ. Οι μελετητές βρίσκουν ότι το έργο έχει αναμφισβήτητες λογοτεχνικές και θεατρικές αρετές. Για πρώτη φορά εκδόθηκε το 1637 στη Βενετία μετά το θάνατο του ποιητή.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...