Οι οχυρώσεις των πόλεων
Τα τείχη ήταν πολύ σημαντικά για τις πόλεις της Ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας και για αυτόν τον λόγο η οχύρωσή τους αποτέλεσε πρωτεύον έργο των αυτοκρατόρων. Σύμφωνα με το γνωστό έργο του Προκοπίου Περί κτισμάτων, ο Ιουστινιανός περισσότερο από τους όλους τους προηγούμενους αυτοκράτορες οργάνωσε την οχύρωση των πόλεων: έδωσε χρήματα για να επιδιορθωθούν και να συμπληρωθούν τα τείχη πολλών αρχαίων πόλεων, και οχύρωσε σημεία σημαντικά, τα οποία όλα μαζί έφτιαξαν ένα δίκτυο που προστάτευε τους δρόμους, μέσω των οποίων μετακινούνταν εκτός από το στρατό, οι ταξιδιώτες και τα εμπορεύματα.
Ωστόσο, όσο και αν βοήθησαν τις πόλεις της αυτοκρατορίας τέτοιες προσπάθειες, οι δύσκολες συνθήκες που επικράτησαν σταδιακά μετά τα τέλη του 4ου αιώνα (οικονομικά προβλήματα, εχθρικές επιδρομές, φυσικές καταστροφές) άλλαξαν τις πόλεις· μετά τα μέσα του 6ου αιώνα μάλιστα, ο πληθυσμός τους μειώθηκε, το μέγεθός τους μίκρυνε, κάποιες πόλεις εγκαταλείφθηκαν εντελώς και άλλες μεταφέρθηκαν σε πιο ασφαλείς τοποθεσίες. Οι θέσεις των νέων πόλεων επιλέγονταν σε φυσικά οχυρωμένους χώρους, όπως πάνω σε λόφους με απόκρημνες πλευρές, μακριά από τη θάλασσα ή πάνω σε χερσονήσους που συνδέονταν με την απέναντι στεριά μόνο με στενό ισθμό, για να προστατεύονται από τις εχθρικές επιθέσεις από ξηρά και από θάλασσα. Η εξασφάλιση αρκετού πόσιμου νερού, ακόμα και σε περιπτώσεις πολιορκίας, ήταν πολύ σημαντικός όρος για την επιλογή ενός χώρου. Επίσης, η ύπαρξη εκτάσεων για καλλιέργεια, λατομείων για εκμετάλλευση ή και δασών για ξυλεία ήταν απαραίτητοι παράγοντες για την επιβίωση των κατοίκων.
Τα τείχη – η καστροκτισία
Η τέχνη της κατασκευής μιας οχύρωσης είναι παλιά, όμως στο Βυζάντιο υπάρχουν στοιχεία πρωτότυπα, με στόχο την απόκρουση κάθε επίθεσης με τη δημιουργία μεγάλων εμποδίων, που αναπτύσσονταν το ένα μετά το άλλο. Ο αριθμός και το ύψος των τειχών, το σχήμα και η μορφή των πύργων, ο αριθμός και ο τρόπος φύλαξης των πυλών καθορίζονταν από τη διαμόρφωση του εδάφους, τις εξελίξεις στην πολεμική τέχνη και τις υπάρχουσες οικονομικές και οικοδομικές δυνατότητες.
Τα τείχη αποτελούνταν σχεδόν πάντοτε από πύργους και μεταπύργια. Οι πύργοι είχαν σχήμα στρογγυλό, τριγωνικό, ορθογώνιο ή πολυγωνικό και είχαν δύο ή περισσότερους ορόφους. Στην κορυφή είχαν σειρά από οδοντωτές επάλξεις και καταχύστρες ή ζεματίστρες, από τις οποίες οι αμυνόμενοι έριχναν καυτό νερό, λάδι ή μολύβι στους επιτιθέμενους. Τα μεταπύργια ήταν ψηλοί τοίχοι με αρκετό πάχος, για να αντέχουν τις επιθέσεις των πολιορκητικών μηχανών. Στην κορυφή είχαν οδοντωτές επάλξεις και, πίσω από αυτές, υπήρχε ένας διάδρομος (περίδρομος) που συνέδεε τους πύργους και στον οποίο μετακινούνταν οι στρατιώτες. Πίσω από τα τείχη υπήρχαν σκάλες από τις οποίες ανέβαιναν στις επάλξεις και στη βάση τους συχνά διαμορφώνονταν αποθήκες στρατιωτικού υλικού και χώροι για την παραμονή των φρουρών. Μπροστά από τα τείχη των πόλεων που βρίσκονταν σε πεδινά εδάφη κτιζόταν ένα χαμηλότερο τείχος (περιτείχισμα), με πύργους κατά διαστήματα, και μπροστά του υπήρχε τάφρος με νερό, η οποία ήταν το πρώτο εμπόδιο που συναντούσε ο εχθρός πριν από τα τείχη.
Στο εσωτερικό της πόλης υπήρχε ένα ιδιαίτερο τείχος, το οποίο προσέφερε πρόσθετη προστασία στο ψηλότερο σημείο της πόλης, την ακρόπολη. Η ακρόπολη ήταν το τελικό καταφύγιο των αμυνόμενων· εκεί βρισκόταν η έδρα των αρχόντων, των ηγεμόνων, καθώς και των επικεφαλής της εκκλησίας και του στρατού. Οι πύργοι της ακρόπολης χρησίμευαν και ως σημεία ελέγχου, από τα οποία οι φρουροί κατόπτευαν την γύρω περιοχή (παρατηρητήρια). Σε ορισμένες περιπτώσεις, εκτός από το τείχος της πόλης και το τείχος της ακρόπολης υπήρχε και ένα τρίτο ενδιάμεσο τείχος, που διαιρούσε την πόλη σε δύο τμήματα, την άνω πόλη και την κάτω πόλη: αν το τείχος της πόλης ήταν η πρώτη γραμμή άμυνας των κατοίκων και των υπερασπιστών της σε καιρό κινδύνου, το ενδιάμεσο τείχος δημιουργούσε μια δεύτερη γραμμή υπεράσπισης, ενώ το τείχος της ακρόπολης την τρίτη και τελευταία γραμμή άμυνας. Το ενδιάμεσο τείχος, όπως στην περίπτωση του Μυστρά, επηρέαζε καθοριστικά την πολεοδομία, καθώς διαιρούσε την πόλη σε τμήματα, που δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους παρά μέσω πυλών και μετά από ελέγχους.
Η επικοινωνία της πόλης με τον υπόλοιπο κόσμο γινόταν μέσω των πυλών. Οι πύλες ήταν πολύ ευπαθή σημεία και γι’ αυτό φτιάχνονταν λίγες, εκεί όπου κατέληγαν οι κύριες οδοί της πόλης. Άνοιγαν με την ανατολή του ήλιου και έκλειναν με τη δύση του. Στα περίχωρα των πόλεων, εκτός των τειχών, συχνά υπήρχαν ξενώνες, με στάβλους για τα ζώα και αποθήκες για τα εμπορεύματα, λουτρά και ταβέρνες, για τη διαμονή των ταξιδιωτών. Μέσα στα τείχη, οι κύριοι δρόμοι ήταν λίγοι, οι περισσότεροι ήταν μάλλον στενά σοκάκια και τα σπίτια ήταν κτισμένα κολλητά το ένα δίπλα στο άλλο. Δίπλα στους ναούς, συνήθως υπήρχαν ελεύθεροι χώροι που χρησίμευαν ως πλατείες.
Εξαιρετικό αμυντικό έργο αποτελεί η τείχιση της Κωνσταντινούπολης, ένα πολύ μεγάλο έργο που ξεκίνησε το 412-413 από τον Θεοδόσιο τον Β’, προκειμένου να μην χρησιμοποιούνται πλέον τα τείχη του Μεγάλου Κωνσταντίνου, που παρουσίαζαν στατικά και κατασκευαστικά προβλήματα και πλέον δεν επαρκούσαν να καλύψουν τις ανάγκες της πρωτεύουσας, η οποία αναπτυσσόταν με εξαιρετικά γρήγορους ρυθμούς. Το νέο τείχος συμπεριέλαβε και οχύρωση από τη μεριά της θάλασσας, πάνω στην ακτογραμμή, καθώς και μεγάλες υπαίθριες κινστέρνες, όπως του Άσπαρος και του Αγίου Μωκίου, που εξασφάλιζαν νερό για τους κατοίκους, όσο κι αν κρατούσε οποιαδήποτε ενδεχόμενη πολιορκία. Η οχύρωση αποτελούνταν από την τάφρο, το προτείχισμα και το κυρίως τείχος, ύψους 12 μέτρων. Τα νέα τείχη της Κωνσταντινούπολης περιέκλειαν περίπου 1.400 εκτάρια και είχαν περίμετρο πάνω από 60 χλμ. Κατά την πάροδο των αιώνων επιδιορθώθηκαν επανειλημμένα σε διάφορα σημεία, αλλά άντεξαν για περισσότερο από χίλια χρόνια προτού υποχωρήσουν από τα βλήματα των κανονιών που οι Οθωμανοί χρησιμοποίησαν εδώ για πρώτη φορά το 1453.
Φρούρια, πύργοι
Τα φρούρια και οι πύργοι ήταν οχυρωματικά έργα, που ακολουθούσαν τη λογική των πολλών γραμμών άμυνας. Βρίσκονταν σε θέσεις στρατηγικής σημασίας και σκοπός τους ήταν να τις ελέγχουν και να τις προστατεύουν. Ταυτόχρονα, χρησιμοποιούνταν και ως έδρα του τοπικού άρχοντα, για αποθήκευση της σοδειάς των γειτονικών περιοχών, άλλα και ως καταφύγιο των κατοίκων σε περιόδους κινδύνου. Έπαιζαν αποφασιστικό ρόλο στην άμυνα των γύρω περιοχών είτε αντιμετωπίζοντας τους εχθρούς είτε προειδοποιώντας εγκαίρως τις πόλεις και τα μοναστήρια που ήταν κοντά τους ότι υπήρχε κίνδυνος.
Τα τείχη ήταν πολύ σημαντικά για τις πόλεις της Ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας και για αυτόν τον λόγο η οχύρωσή τους αποτέλεσε πρωτεύον έργο των αυτοκρατόρων. Σύμφωνα με το γνωστό έργο του Προκοπίου Περί κτισμάτων, ο Ιουστινιανός περισσότερο από τους όλους τους προηγούμενους αυτοκράτορες οργάνωσε την οχύρωση των πόλεων: έδωσε χρήματα για να επιδιορθωθούν και να συμπληρωθούν τα τείχη πολλών αρχαίων πόλεων, και οχύρωσε σημεία σημαντικά, τα οποία όλα μαζί έφτιαξαν ένα δίκτυο που προστάτευε τους δρόμους, μέσω των οποίων μετακινούνταν εκτός από το στρατό, οι ταξιδιώτες και τα εμπορεύματα.
Ωστόσο, όσο και αν βοήθησαν τις πόλεις της αυτοκρατορίας τέτοιες προσπάθειες, οι δύσκολες συνθήκες που επικράτησαν σταδιακά μετά τα τέλη του 4ου αιώνα (οικονομικά προβλήματα, εχθρικές επιδρομές, φυσικές καταστροφές) άλλαξαν τις πόλεις· μετά τα μέσα του 6ου αιώνα μάλιστα, ο πληθυσμός τους μειώθηκε, το μέγεθός τους μίκρυνε, κάποιες πόλεις εγκαταλείφθηκαν εντελώς και άλλες μεταφέρθηκαν σε πιο ασφαλείς τοποθεσίες. Οι θέσεις των νέων πόλεων επιλέγονταν σε φυσικά οχυρωμένους χώρους, όπως πάνω σε λόφους με απόκρημνες πλευρές, μακριά από τη θάλασσα ή πάνω σε χερσονήσους που συνδέονταν με την απέναντι στεριά μόνο με στενό ισθμό, για να προστατεύονται από τις εχθρικές επιθέσεις από ξηρά και από θάλασσα. Η εξασφάλιση αρκετού πόσιμου νερού, ακόμα και σε περιπτώσεις πολιορκίας, ήταν πολύ σημαντικός όρος για την επιλογή ενός χώρου. Επίσης, η ύπαρξη εκτάσεων για καλλιέργεια, λατομείων για εκμετάλλευση ή και δασών για ξυλεία ήταν απαραίτητοι παράγοντες για την επιβίωση των κατοίκων.
Τα τείχη – η καστροκτισία
Η τέχνη της κατασκευής μιας οχύρωσης είναι παλιά, όμως στο Βυζάντιο υπάρχουν στοιχεία πρωτότυπα, με στόχο την απόκρουση κάθε επίθεσης με τη δημιουργία μεγάλων εμποδίων, που αναπτύσσονταν το ένα μετά το άλλο. Ο αριθμός και το ύψος των τειχών, το σχήμα και η μορφή των πύργων, ο αριθμός και ο τρόπος φύλαξης των πυλών καθορίζονταν από τη διαμόρφωση του εδάφους, τις εξελίξεις στην πολεμική τέχνη και τις υπάρχουσες οικονομικές και οικοδομικές δυνατότητες.
Τα τείχη αποτελούνταν σχεδόν πάντοτε από πύργους και μεταπύργια. Οι πύργοι είχαν σχήμα στρογγυλό, τριγωνικό, ορθογώνιο ή πολυγωνικό και είχαν δύο ή περισσότερους ορόφους. Στην κορυφή είχαν σειρά από οδοντωτές επάλξεις και καταχύστρες ή ζεματίστρες, από τις οποίες οι αμυνόμενοι έριχναν καυτό νερό, λάδι ή μολύβι στους επιτιθέμενους. Τα μεταπύργια ήταν ψηλοί τοίχοι με αρκετό πάχος, για να αντέχουν τις επιθέσεις των πολιορκητικών μηχανών. Στην κορυφή είχαν οδοντωτές επάλξεις και, πίσω από αυτές, υπήρχε ένας διάδρομος (περίδρομος) που συνέδεε τους πύργους και στον οποίο μετακινούνταν οι στρατιώτες. Πίσω από τα τείχη υπήρχαν σκάλες από τις οποίες ανέβαιναν στις επάλξεις και στη βάση τους συχνά διαμορφώνονταν αποθήκες στρατιωτικού υλικού και χώροι για την παραμονή των φρουρών. Μπροστά από τα τείχη των πόλεων που βρίσκονταν σε πεδινά εδάφη κτιζόταν ένα χαμηλότερο τείχος (περιτείχισμα), με πύργους κατά διαστήματα, και μπροστά του υπήρχε τάφρος με νερό, η οποία ήταν το πρώτο εμπόδιο που συναντούσε ο εχθρός πριν από τα τείχη.
Στο εσωτερικό της πόλης υπήρχε ένα ιδιαίτερο τείχος, το οποίο προσέφερε πρόσθετη προστασία στο ψηλότερο σημείο της πόλης, την ακρόπολη. Η ακρόπολη ήταν το τελικό καταφύγιο των αμυνόμενων· εκεί βρισκόταν η έδρα των αρχόντων, των ηγεμόνων, καθώς και των επικεφαλής της εκκλησίας και του στρατού. Οι πύργοι της ακρόπολης χρησίμευαν και ως σημεία ελέγχου, από τα οποία οι φρουροί κατόπτευαν την γύρω περιοχή (παρατηρητήρια). Σε ορισμένες περιπτώσεις, εκτός από το τείχος της πόλης και το τείχος της ακρόπολης υπήρχε και ένα τρίτο ενδιάμεσο τείχος, που διαιρούσε την πόλη σε δύο τμήματα, την άνω πόλη και την κάτω πόλη: αν το τείχος της πόλης ήταν η πρώτη γραμμή άμυνας των κατοίκων και των υπερασπιστών της σε καιρό κινδύνου, το ενδιάμεσο τείχος δημιουργούσε μια δεύτερη γραμμή υπεράσπισης, ενώ το τείχος της ακρόπολης την τρίτη και τελευταία γραμμή άμυνας. Το ενδιάμεσο τείχος, όπως στην περίπτωση του Μυστρά, επηρέαζε καθοριστικά την πολεοδομία, καθώς διαιρούσε την πόλη σε τμήματα, που δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους παρά μέσω πυλών και μετά από ελέγχους.
Η επικοινωνία της πόλης με τον υπόλοιπο κόσμο γινόταν μέσω των πυλών. Οι πύλες ήταν πολύ ευπαθή σημεία και γι’ αυτό φτιάχνονταν λίγες, εκεί όπου κατέληγαν οι κύριες οδοί της πόλης. Άνοιγαν με την ανατολή του ήλιου και έκλειναν με τη δύση του. Στα περίχωρα των πόλεων, εκτός των τειχών, συχνά υπήρχαν ξενώνες, με στάβλους για τα ζώα και αποθήκες για τα εμπορεύματα, λουτρά και ταβέρνες, για τη διαμονή των ταξιδιωτών. Μέσα στα τείχη, οι κύριοι δρόμοι ήταν λίγοι, οι περισσότεροι ήταν μάλλον στενά σοκάκια και τα σπίτια ήταν κτισμένα κολλητά το ένα δίπλα στο άλλο. Δίπλα στους ναούς, συνήθως υπήρχαν ελεύθεροι χώροι που χρησίμευαν ως πλατείες.
Εξαιρετικό αμυντικό έργο αποτελεί η τείχιση της Κωνσταντινούπολης, ένα πολύ μεγάλο έργο που ξεκίνησε το 412-413 από τον Θεοδόσιο τον Β’, προκειμένου να μην χρησιμοποιούνται πλέον τα τείχη του Μεγάλου Κωνσταντίνου, που παρουσίαζαν στατικά και κατασκευαστικά προβλήματα και πλέον δεν επαρκούσαν να καλύψουν τις ανάγκες της πρωτεύουσας, η οποία αναπτυσσόταν με εξαιρετικά γρήγορους ρυθμούς. Το νέο τείχος συμπεριέλαβε και οχύρωση από τη μεριά της θάλασσας, πάνω στην ακτογραμμή, καθώς και μεγάλες υπαίθριες κινστέρνες, όπως του Άσπαρος και του Αγίου Μωκίου, που εξασφάλιζαν νερό για τους κατοίκους, όσο κι αν κρατούσε οποιαδήποτε ενδεχόμενη πολιορκία. Η οχύρωση αποτελούνταν από την τάφρο, το προτείχισμα και το κυρίως τείχος, ύψους 12 μέτρων. Τα νέα τείχη της Κωνσταντινούπολης περιέκλειαν περίπου 1.400 εκτάρια και είχαν περίμετρο πάνω από 60 χλμ. Κατά την πάροδο των αιώνων επιδιορθώθηκαν επανειλημμένα σε διάφορα σημεία, αλλά άντεξαν για περισσότερο από χίλια χρόνια προτού υποχωρήσουν από τα βλήματα των κανονιών που οι Οθωμανοί χρησιμοποίησαν εδώ για πρώτη φορά το 1453.
Φρούρια, πύργοι
Τα φρούρια και οι πύργοι ήταν οχυρωματικά έργα, που ακολουθούσαν τη λογική των πολλών γραμμών άμυνας. Βρίσκονταν σε θέσεις στρατηγικής σημασίας και σκοπός τους ήταν να τις ελέγχουν και να τις προστατεύουν. Ταυτόχρονα, χρησιμοποιούνταν και ως έδρα του τοπικού άρχοντα, για αποθήκευση της σοδειάς των γειτονικών περιοχών, άλλα και ως καταφύγιο των κατοίκων σε περιόδους κινδύνου. Έπαιζαν αποφασιστικό ρόλο στην άμυνα των γύρω περιοχών είτε αντιμετωπίζοντας τους εχθρούς είτε προειδοποιώντας εγκαίρως τις πόλεις και τα μοναστήρια που ήταν κοντά τους ότι υπήρχε κίνδυνος.