ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ 1

Οι αναρτήσεις είναι ομαδοποιημένες κατά μάθημα στο δεξί σας χέρι, όπως κοιτάτε. Επίσης μπορείτε να δείτε παλαιότερες αναρτήσεις στο κάτω μέρος της σελίδας πατώντας "παλαιότερες αναρτήσεις".

ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ 2

Ορισμένες από τις παλαιότερες αναρτήσεις μπορεί να περιέχουν συνδέσμους που δεν λειτουργούν πια. Επίσης ορισμένες παλιές πολυτονικές γραμματοσειρές μπορεί να δυσλειτουργούν. Το μπλογκ έχει συσσωρεύσει ένα μεγάλο αριθμό αναρτήσεων που αδυνατώ να ελέγξω στην πληρότητά τους. Με την πρώτη ευκαιρία θα γίνει μια γενική εκκαθάριση.

8-4-2015: Μια μερική συντήρηση διόρθωσε πολλά προβλήματα (50%).

Επισήμανση 3

Δυστυχώς αρκετά από τα παράθυρα του LinkWithin (you might also like) δεν λειτουργούν πια. Συγχωρήστε με για την ενδεχόμενη ταλαιπωρία!
Σταύρος Γκιργκένης 17-10-2016

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

Κλεισθένης-Θεμιστοκλής-Κίμων:μεγάλες προσωπικότητες της κλασικής Αθήνας (σύντομες βιογραφίες)


ΤΟ ΓΕΝΟΣ (ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ) ΤΩΝ ΑΛΚΜΕΩΝΙΔΩΝ
Το βιβλίο μας αναφέρει ότι ο Κλεισθένης, ο θεμελιωτής του δημοκρατικού πολιτεύματος της Αθήνας, και ο Περικλής από τη μεριά της μητέρας του Αγαρίστης ανήκαν στο γένος των Αλκμεωνιδών. Οι Αλκμεωνίδες ήταν μεγάλο αθηναϊκό γένος που έλεγε ότι καταγόταν από το Νηλέα, το μυθικό βασιλιά της Πύλου και πατέρα του Νέστορα. Από τον 7ο ως τον 5ο π.Χ. αιώνα κυριάρχησαν στην αθηναϊκή ιστορία και απέκτησαν πολύ πλούτο. Τους εξόρισαν από την Αθήνα την εποχή του Κυλώνειου άγους επειδή ένας άρχοντάς τους, ο Μεγακλής, σκότωσε τους οπαδούς του Κύλωνα, που είχαν καταφύγει ικέτες στους βωμούς της Ακρόπολης, γεγονός που θεωρήθηκε μεγάλη ασέβεια. Ο Σόλωνας τους έδωσε αμνηστία και ξαναγύρισαν στην Αθήνα. Έκαναν αγώνες εναντίον του Πεισίστρατου και γι’ αυτό εξορίστηκαν πάλι. Το 546 π.Χ. ζήτησαν άσυλο στους Δελφούς και ανακαίνισαν το εκεί ναό του Απόλλωνα. Φαίνεται, ωστόσο, ότι ορισμένα μέλη της οικογένειας διατήρησαν καλές σχέσεις με την οικογένεια του Πεισίστρατου, αφού ορισμένοι απ’ αυτούς αναφέρονται ως άρχοντες στην Αθήνα κατά τη διάρκεια της τυραννίας των Πεισιστρατιδών. Από το 510 π.Χ. ξαναγύρισαν στην Αθήνα και αρκετά μέλη της οικογένειας διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην πολιτική σκηνή, ανάμεσά τους ο Κλεισθένης, ο Περικλής και ο Αλκιβιάδης, τον οποίο θα δούμε αργότερα, όταν θα μιλήσουμε για τον Πελοποννησιακό Πόλεμο (431-404 π.Χ.). Ο Περικλής, αν και καταγόταν από τους Αλκμεωνίδες, προσπάθησε στη διάρκεια της πολιτικής του σταδιοδρομίας να έχει όσο το δυνατόν λιγότερες σχέσεις μ’ αυτούς. Αυτό οφειλόταν σε τρεις λόγους: 1) δεν ήθελε να τον συνδέουν με μια αριστοκρατική οικογένεια, αφού ο ίδιος ήταν αρχηγός των δημοκρατικών. 2) Οι αντίπαλοί του τον κατηγορούσαν ότι κουβαλούσε ένα είδος οικογενειακής κατάρας, η οποία οφειλόταν στην ασέβεια που είχε διαπράξει η οικογένεια κατά το Κυλώνειο άγος. 3) Οι Αλκμεωνίδες κατηγορήθηκαν στην αρχή του 5ου αιώνα ότι προσπάθησαν να συνεργαστούν με τους Πέρσες, για να προδώσουν την Αθήνα στους εχθρούς. Η δύναμη της οικογένειας μειώνεται από τα τέλη του 5ου αιώνα και στη συνέχεια εξαφανίζονται ουσιαστικά από την αθηναϊκή πολιτική σκηνή.

ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ
Ο Κλεισθένης ήταν Αθηναίος πολιτικός και νομοθέτης. Ήταν γιος του Μεγακλή, του αρχηγού του οίκου των Αλκμεωνιδών. Τα νεανικά του χρόνια τα πέρασε εξόριστος μαζί με την οικογένειά του. Το 510 επέστρεψε στην Αθήνα, οπότε και βοήθησε τον Κλεομένη, το βασιλιά της Σπάρτης, να καταλύσει την τυραννία στην Αθήνα. Μετά την κατάλυση του τυραννικού πολιτεύματος ο Κλεομένης προσπάθησε να αναμειχθεί στις αθηναϊκές υποθέσεις και υποστήριξε τον αντίπαλό του Κλεισθένη, τον Ισαγόρα, αρχηγό των αριστοκρατών. Ο Κλεισθένης αντέδρασε και κατάφερε να νικήσει τον Ισαγόρα και να επιβάλει τη δημοκρατία στην Αθήνα. Για να εξασφαλίσει την πολιτεία από τον κίνδυνο μιας νέας τυραννίδας, ο Κλεισθένης πρότεινε το νόμο του οστρακισμού, σύμφωνα με τον οποίο ο λαός μπορούσε να εξορίσει οποιονδήποτε θεωρούσε ύποπτο ότι προσπαθεί να γίνει τύραννος. Μετά τις τολμηρές αυτές μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη, οι αντίπαλοί του με επικεφαλής τον Ισαγόρα κάλεσαν το βασιλιά της Σπάρτης Κλεομένη να τους βοηθήσει να καταλάβουν την πόλη και να ξαναφέρουν την ολιγαρχία. Οι ενέργειές τους όμως αυτές δεν είχαν αποτέλεσμα λόγω της αντίδρασης του λαού. Τόσο στην αρχαιότητα όσο και σήμερα οι ιστορικοί διαφωνούν για τα πραγματικά κίνητρα που οδήγησαν τον Κλεισθένη να μεταρρυθμίσει το πολίτευμα δίνοντας τη δύναμη στο λαό. Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι τα κίνητρά του ήταν αγνά, ότι ήταν υπέρμαχος των δικαιωμάτων του λαού. Άλλοι, όμως, λένε ότι ο Κλεισθένης, για να μπορέσει να εξουδετερώσει τον Ισαγόρα και τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι τον υποστήριζαν, και επιπλέον για να μπορέσει να κυριαρχήσει στην Αθήνα η δική του οικογένεια, οι Αλκμεωνίδες, προσπάθησε να πάρει με το μέρος του το λαό δίνοντάς του δικαιώματα. Πράγματι ο λαός τον υποστήριξε, αλλά το τελικό αποτέλεσμα δεν ήταν αυτό που υπολόγιζε ο Κλεισθένης: ο λαός παραμέρισε τους Αλκμεωνίδες και ανέλαβε ο ίδιος την εξουσία. Έτσι εξηγείται πιθανώς το γεγονός ότι μετά τις μεταρρυθμίσεις του 508 π.Χ. ο Κλεισθένης ουσιαστικά εξαφανίζεται από την αθηναϊκή πολιτική σκηνή, στην οποία κυριαρχούν άλλα πρόσωπα, όπως ο Θεμιστοκλής, ο Μιλτιάδης, ο Κίμων, ο Αριστείδης.

ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ
Ίσως η μεγαλύτερη πολιτική ιδιοφυΐα της ελληνικής αρχαιότητας. Ο Θεμιστοκλής ήταν γιος του Νεοκλή από μια σχετικά ασήμαντη αριστοκρατική οικογένεια, ενώ είχε μητέρα την Ευτέρπη ή Αβρότονον, από τη Θράκη ή την Καρία. Γεννήθηκε ένα ή δυο χρόνια μετά το θάνατο του Πεισίστρατου (526 ή 525 π.Χ.). Επειδή η μητέρα του δεν ήταν Αθηναία, οι αριστοκράτες δεν τον θεωρούσαν τέλειο πολίτη, γεγονός που τον έκανε να αισθάνεται άβολα και τον οδήγησε να γίνει αρχηγός των δημοκρατικών. Παρουσίαζε τον εαυτό του ως αντίπαλο των ισχυρών της πόλης και ιδίως του Αριστείδη, γιου του Λυσίμαχου, ακολουθώντας πάντα δρόμο αντίθετο προς εκείνον. Ο Θεμιστοκλής ήταν τόσο φιλόδοξος ώστε, όταν έγινε η μάχη του Μαραθώνα εναντίον των Περσών, αυτός, ακούγοντας να διαφημίζεται η στρατηγία του Μιλτιάδη, φαινόταν σκεπτικός και αγρυπνούσε τις νύχτες, χωρίς να μετέχει στα συνηθισμένα συμπόσια. Σε εκείνους που τον ρωτούσαν για τους λόγους αυτής της μεταβολής της ζωής του, απαντούσε ότι δεν τον άφηνε να κοιμάται η δόξα του Μιλτιάδη. Ενώ οι άλλοι νόμιζαν πως η ήττα των Περσών στον Μαραθώνα ήταν το τέλος του πολέμου, ο Θεμιστοκλής τη θεωρούσε ως αρχή μεγαλύτερων αγώνων και προετοίμαζε τον εαυτό του γι' αυτούς τους αγώνες. Γρήγορα κατάλαβε πως η Αθήνα έπρεπε να προετοιμαστεί για τον πόλεμο που πλησίαζε. Τόλμησε, λοιπόν, να εμφανιστεί μπροστά στο λαό και να πει πως οι Αθηναίοι έπρεπε από τα χρήματα των αργυρωρυχείων του Λαυρίου, που συνήθιζαν να τα μοιράζονται, να κατασκευάσουν τριήρεις για τον πόλεμο εναντίον των Αιγινητών. Ο πόλεμος αυτός βρισκόταν τότε στην ακμή του και οι Αιγινήτες κατείχαν τη θάλασσα με το πλήθος των πλοίων τους. Ευκολότερα λοιπόν έπεισε ο Θεμιστοκλής τους συμπολίτες του να οπλιστούν εναντίον των Αιγινητών, που ήταν κοντά, παρά απειλώντας τους με τον Δαρείο και τους Πέρσες, που βρίσκονταν μακριά και δεν τους τρόμαζαν τόσο. Από τα χρήματα εκείνα κατασκευάστηκαν εκατό τριήρεις –εκείνες που ναυμάχησαν και στη Σαλαμίνα με τα πλοία του Ξέρξη. Όταν ο Θεμιστοκλής αισθάνθηκε πως είχε πείσει τους συμπολίτες του, παρά τις αντιρήσεις του Μιλτιάδη, για την ορθότητα των απόψεών του σχετικά με τις πολεμικές προετοιμασίες, έβαλε υποψηφιότητα στις εκλογές των αρχόντων, και το 493 π.Χ. πέτυχε να εκλεγεί. Αμέσως, με εισήγησή του, αποφασίστηκε από τη Βουλή και το Δήμο το κτίσιμο της πόλης του Πειραιά, ως επινείου της Αθήνας και άρχισαν τα έργα. Ήταν ακριβώς η χρονιά που ο Φρύνιχος –με υποκίνηση, όπως λένε, του ίδιου του Θεμιστοκλή– παρουσίασε το έργο του Μιλήτου Άλωσις, που θύμισε στους Αθηναίους την εγκληματική τους αδιαφορία και τους συγκίνησε βαθύτατα. Από τότε, σιγά σιγά, ο Θεμιστοκλής άρχισε να «κατεβάζει την πόλη προς τη θάλασσα» γιατί πίστευε πως με το πεζικό τους, οι Αθηναίοι δεν μπορούσαν να κατορθώσουν πολλά πράγματα, ενώ με το ναυτικό θα μπορούσαν να άρχουν όλης της Ελλάδας. Αντί λοιπόν για μόνιμους οπλίτες, τους έκανε ναύτες και θαλασσινούς, δίδοντας αφορμή σε μερικούς να τον διαβάλουν, λέγοντας πως ο Θεμιστοκλής αφαίρεσε το δόρυ και την ασπίδα από τους πολίτες και κατάντησε το λαό να τραβάει κουπί. Για να πετύχει αυτή τη μεταβολή, ο Θεμιστοκλής χρειάστηκε να παρακάμψει την αντίσταση του Μιλτιάδη. Η προσπάθεια όμως της πόλης διακόπηκε ένα έτος αργότερα, εξαιτίας της περσικής επίθεσης και μόνο μετά τη νίκη του Μαραθώνα μπόρεσε να επαναλάβει ο Θεμιστοκλής το έργο του. Εν τω μεταξύ πέθανε ο Μιλτιάδης και ο Αριστείδης, που έγινε άρχων το 489 π.Χ., κέρδισε βέβαια την εκτίμηση των συμπολιτών του για τη χρηστότητά του, αλλά έκανε και τόσους εχθρούς, ώστε αυτοί έσπευσαν να ενισχύσουν την παράταξη του αντιπάλου του Θεμιστοκλή. Ο Αριστείδης, συντηρητικός και συνετός από φύση του, τρόμαζε μπροστά στις μεταβολές που σήμαιναν για την πόλη η αύξηση των ναυτικών δυνάμεων και ο πολλαπλασιασμός των ναυτικών. Ο Θεμιστοκλής, πάλι, ήξερε πως το ελληνικό πεζικό ήταν αδύνατο να αντιμετωπίσει με επιτυχία τον περσικό όγκο, ενώ η ιωνική εξέγερση είχε δείξει πως το ναυτικό τουλάχιστον μπορούσε να αναμετρηθεί με το διπλάσιο σε μέγεθος περσικό. Η διαμάχη ανάμεσα στους δύο άνδρες έφτασε σε τέτοιο σημείο, ώστε ο Αριστείδης είπε πως δεν θα σωθούν οι Αθηναίοι παρά αν ρίξουν σε βάραθρο και αυτόν τον ίδιο και τον Θεμιστοκλή. Τελικά, ο Θεμιστοκλής πέτυχε να εξοριστεί μακριά από την Αθήνα ο Αριστείδης, με το νόμο περί εξοστρακισμού, που είχε ψηφιστεί σε παλαιότερη εποχή. Απερίσπαστος πια, ο Θεμιστοκλής μπόρεσε να αφοσιωθεί στην πραγματοποίηση των τολμηρών σχεδίων του. Σε διάστημα πέντε ετών, ο Θεμιστοκλής κατόρθωσε να μεταφερθεί ο ναύσταθμος από το λιμάνι του Φαλήρου στον πολύ ασφαλέστερο Πειραιά, που ήταν και πολύ πιο εύκολο να οχυρωθεί. Οι πρώτες εκατό τριήρεις, που κατασκευάστηκαν, με τα έσοδα του Λαυρίου, διπλασιάστηκαν και ετοιμάστηκαν τα πληρώματα που χρειάζονταν για την κίνησή τους. Έτσι, όταν το 481 έφτασαν στην Ελλάδα οι κήρυκες του Πέρση Βασιλιά, απαιτώντας από τις ελληνικές πόλεις –εκτός της Σπάρτης και της Αθήνας– γην και ύδωρ, οι Αθηναίοι εργάζονταν για τη συμπληρωματική οχύρωση του φυσικού λιμανιού του Πειραιά. Ο Ξέρξης ήθελε να απομονώσει τις δύο σημαντικότερες ελληνικές πόλεις. Οι Έλληνες έσπευσαν να συνεννοηθούν για να οργανώσουν κοντά στον Ισθμό πανελλήνιο συνέδριο που θα παρασκεύαζε κοινή αντίσταση. Παρ' όλο που δεν έλαβαν μέρος στο συνέδριο αυτό όλες οι πόλεις, κατορθώθηκε τουλάχιστον η έστω και προσωρινή συμμαχία Αθηνών - Σπάρτης. Όταν οι Πέρσες πλησίαζαν απειλητικά την Αθήνα ο Θεμιστοκλής έπεισε τους Αθηναίους να αδειάσουν την πόλη και να καταφύγουν στα πλοία με τα οποία, ακόμη και αν καταστρεφόταν η πόλη, θα μπορούσαν να νικήσουν τους εχθρούς και να την ξαναχτίσουν. Όσο πλησίαζαν, γεμίζοντας τους Αθηναίους αγωνία, οι φοβερές εκείνες παραμονές της ναυμαχίας της Σαλαμίνας τόσο ο Θεμιστοκλής έδειχνε πάντα τις ηγετικές του ικανότητες, δίνοντας την ορθότερη πάντα κατεύθυνση. Όταν όμως ο στόλος των εχθρών, κατευθυνόμενος προς την ακτή της Αττικής, έκρυψε όλους τους γύρω γιαλούς, τότε οι Πελοποννήσιοι έστρεψαν τα βλέμματα προς τον Ισθμό και σκέπτονταν μάλιστα να ξεκινήσουν τη νύχτα, και παράγγειλαν στους κυβερνήτες να είναι έτοιμοι γι' απόπλου. Τότε ο Θεμιστοκλής αποφάσισε ένα καινούργιο τέχνασμα με τον Σίκιννο, δούλο που φρόντιζε τα παιδιά του Θεμιστοκλή. Τον έστειλε στους Πέρσες και του παράγγειλε να πει πως ο Θεμιστοκλής, ο στρατηγός των Αθηναίων, συμπαθώντας τις απόψεις του Πέρση βασιλιά, τον προειδοποιεί πως οι Έλληνες δραπετεύουν και τον προτρέπει να μην τους αφήσει να φύγουν, αλλά, ενώ διατελούν σε ταραχή και είναι χωρισμένοι από το πεζικό τους, να πέσει επάνω τους και να καταστρέψει τη ναυτική τους δύναμη. Ο Ξέρξης, μόλις τ' άκουσε αυτά, νόμισε πως λέγονταν από φιλική διάθεση και έδωσε αμέσως διαταγή στους αρχηγούς των πλοίων του να ξεκινήσουν με διακόσια σκάφη, να κυκλώσουν από παντού το πέρασμα και να περιζώσουν τη Σαλαμίνα και την Ψυττάλεια, ώστε να μην ξεφύγει κανείς από τους εχθρούς. Ενώ όμως γίνονταν όλα αυτά, ο Αριστείδης, γιος του Λυσιμάχου, που τ' αντιλήφθηκε πρώτος, ήρθε στη σκηνή του Θεμιστοκλή (παρ' όλο που εκείνος τον είχε εξοστρακίσει πριν από τον πόλεμο) και του είπε πως ο εχθρός τούς περικύκλωνε. Ο Θεμιστοκλής τού εξήγησε τότε τι είχε κάνει με τον Σίκιννο και τον παρακάλεσε να συμπράξει με προθυμία, για να ναυμαχήσουν οι Έλληνες σ' εκείνα τα στενά. Ο Αριστείδης συμφώνησε και παρότρυνε τους άλλους στρατηγούς να πολεμήσουν. Τότε εμφανίστηκε μια τριήρης από την Τήνο, που κυβερνήτης της ήταν ο Παναίτιος, και επιβεβαίωσε την κύκλωση. Αγανακτισμένοι και μη μπορώντας πια να κάνουν αλλιώς, οι Έλληνες ρίχτηκαν όλοι στη μάχη. Τα βαρβαρικά πλοία ήταν περίπου χίλια Τα αττικά πλοία ήταν 180, και καθένα τους είχε δεκαοκτώ μαχητές στο κατάστρωμα. Από αυτούς, τέσσερις ήταν τοξότες και οι υπόλοιποι οπλίτες. Φαίνεται πως ο Θεμιστοκλής παραφύλαξε και διάλεξε τη στιγμή με την ίδια επιδεξιότητα που είχε διαλέξει τον τόπο, και δεν παρέταξε τις τριήρεις του προς τις βαρβαρικές πριν φτάσει η συνηθισμένη ώρα που φέρνει τον άνεμο και τα κύματα από το πέλαγος στα στενά. Οι ελληνικές τριήρεις, που ήταν χαμηλές και ελάχιστα ανυψωμένες επάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, δεν βλάπτονταν πολύ από τα κύματα αυτά. Οι περσικές όμως, που είχαν όρθιες πρύμνες και ήταν βαριές εξαιτίας των ψηλών καταστρωμάτων, παρασύρονταν από τα κύματα και κατευθύνονταν από τα πλάγια προς τους Έλληνες. Οι Έλληνες όρμησαν επάνω στους βαρβάρους με τρομερή μανία, συντρίβοντάς τους. Μετά τη ναυμαχία, ο Ξέρξης, που δεν είχε απελπιστεί ακόμη, επιχείρησε να φέρει τους πεζούς του στη Σαλαμίνα εναντίον των Ελλήνων, φράζοντας το πέρασμα με χώματα. Τότε όμως ο Θεμιστοκλής πρότεινε στον Ευρυβιάδη, αρχηγό του ελληνικού στόλου, να πάνε με τα πλοία τους στον Ελλήσποντο και να καταστρέψουν τη γέφυρα που είχε χρησιμεύσει για να 'ρθουν οι Πέρσες από την Ασία. Ο Ευρυβιάδης τού είπε πως αυτό δεν θα 'ταν φρόνιμο, γιατί το περσικό πεζικό, αν βρισκόταν αποκλεισμένο, θα 'κανε τα πάντα για να νικήσει τους πολύ λιγότερους Έλληνες. «Είναι προτιμότερο», είπε, «να φτιάξουμε και άλλη γέφυρα, αν είναι δυνατόν, για να διώξουμε αυτόν τον άνθρωπο από την Ελλάδα!». Ο Θεμιστοκλής συμφώνησε, και έστειλε τον Αρνάκη, έναν από τους βασιλικούς ευνούχους, που βρήκε ανάμεσα στους αιχμαλώτους, να πει στο βασιλιά πως ο Θεμιστοκλής τον συμβούλευε να γυρίσει γρήγορα στις δικές του θάλασσες, αν ήθελε να βρει τη γέφυρα στη θέση της. Ο Ξέρξης κατατρόμαξε, και γύρισε γρήγορα στην πατρίδα του. Ο Πλούταρχος, και πριν απ' αυτόν ο Ηρόδοτος, είπαν πως από τις πόλεις αρίστευσε η Αίγινα στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ενώ από τους άνδρες όλοι, παρ' όλο το φθόνο τους, έδωσαν τα πρωτεία στον Θεμιστοκλή. Γιατί όταν οι στρατηγοί ψηφοφόρησαν στον Βωμόν του Ποσειδώνος, στον Ισθμό, με θέμα ποιος φέρθηκε καλύτερα στη Σαλαμίνα, καθένας πρότεινε πρώτον τον εαυτό του και δεύτερο τον Θεμιστοκλή. Οι Λακεδαιμόνιοι έδωσαν στέφανο ελιάς, ως αριστείο ανδρείας, στον Ευρυβιάδη, και στέφανο ελιάς, ως αριστείο φρονήσεως, στον Θεμιστοκλή. Του χάρισαν μάλιστα και την ωραιότερη άμαξα της Σπάρτης, και έστειλαν μαζί του τριακόσιους νέους να τον προπέμψουν ώς τα όρια της πόλης. Λένε πως όταν τελέσθηκαν οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνος, οι θεατές άφησαν τους αγωνιζόμενους και όλη την ημέρα κοίταζαν αυτόν με θαυμασμό. Τον χειροκροτούσαν, τον επιδείκνυαν στους ξένους, και ο Θεμιστοκλής, ευχαριστημένος, ομολόγησε προς εκείνους που τον φιλοξενούσαν πως απολαμβάνει τον καρπό των αγώνων του υπέρ της Ελλάδας. Αμέσως μετά τα κατορθώματά του ο Θεμιστοκλής επιχείρησε ν' ανοικοδομήσει και να τειχίσει την πόλη, παρά τις αντιρρήσεις των Σπαρτιατών, δωροδοκώντας τους εφόρους της Σπάρτης για να μην εναντιωθούν. Κατόπιν, άρχισε να ετοιμάζει τον Πειραιά, γιατί κατάλαβε πόσο αξιόλογα ήταν τα λιμάνια, και να στρέφει όλη την πόλη προς τη θάλασσα, ώστε οι Αθηναίοι να συνηθίσουν να ζουν κοντά της, και όχι καλλιεργώντας τα χωράφια τους, όπως τους είχαν συνηθίσει οι παλαιοί βασιλείς τους. Αυτό αύξησε και τη δύναμη του λαού απέναντι στην αριστοκρατία, γιατί οι ναυτικοί είναι πιο ανεξάρτητοι απ' ό,τι οι χωρικοί και οι καλλιεργητές.
Μετά την απομάκρυνση του περσικού κινδύνου ο Θεμιστοκλής προέβλεψε ότι στα επόμενα χρόνια η Αθήνα και η Σπάρτη θα ερχόταν σε σύγκρουση για την κυριαρχία στην Ελλάδα. Γι’ αυτό και θέλησε να ενισχύσει τη δύναμη της Αθήνας προωθώντας τη συμμαχία με τις ιωνικές πόλεις (Αθηναϊκή Συμμαχία) και με το Άργος, αντίπαλο της Σπάρτης στην Πελοπόννησο (αργότερα τα σχέδια αυτά θα τα ολοκληρώσει ο πολιτικός διάδοχος του Θεμιστοκλή στο δημοκρατικό κόμμα, ο Περικλής). Μ' αυτά δυσαρέστησε τους Σπαρτιάτες, γι' αυτό και προώθησαν τον Κίμωνα ως πολιτικό αντίπαλο του Θεμιστοκλή. Ο Κίμωνας ήταν δημοφιλής στην Αθήνα και ο Θεμιστοκλής, για να τον αντιμετωπίσει, αναγκαζόταν να γίνεται φορτικός και να αναφέρει πολλές φορές μπροστά στο λαό τις πράξεις που είχε κάνει, με αποτέλεσμα να κουράζει τους Αθηναίους. Γενικά, ο Θεμιστοκλής δεν ήταν πια συμπαθής στην πατρίδα του. Αποφασίστηκε λοιπόν ο εξοστρακισμός του γύρω στα 471 π.Χ. Όσο ήταν εξόριστος, ο Θεμιστοκλής κατηγορήθηκε ψευδώς για μηδισμό από τους Σπαρτιάτες και τον Κίμωνα. Ο Θεμιστοκλής κινδύνευε με θάνατο, αν τον συλλάμβαναν. Αναγκάστηκε έτσι να καταφύγει στον ίδιο το βασιλιά της Περσίας, ο οποίος έμεινε έκπληκτος, όταν κατάλαβε ότι είχε στα χέρια του τον φοβερό και τρομερό Θεμιστοκλή. Ο Πέρσης βασιλιάς τον τίμησε πολύ και ο Θεμιστοκλής του υποσχέθηκε ότι θα τον βοηθούσε να καταλάβει την Ελλάδα. Όταν όμως ήρθε η ώρα να εκπληρώσει την υπόσχεσή του, τότε από ντροπή προς τη δόξα των παλαιών του πράξεων και από την αγάπη του προς την Ελλάδα, ο Θεμιστοκλής δεν θέλησε να παίξει αυτόν το ρόλο και προτίμησε να θέσει τέλος στη ζωή του. Τέλεσε θυσία στους θεούς, και αφού συνάθροισε τους φίλους του και τους αποχαιρέτησε, ήπιε ένα δραστικό φάρμακο και πέθανε στη Μαγνησία, σε ηλικία 65 ετών.




ΚΙΜΩΝ
Έζησε ανάμεσα στα 506-449 π.Χ.. Ήταν γιος του Μιλτιάδη και της Ηγησιπύλης.. Ο πατέρας του ήταν ο νικητής του Μαραθώνα και η μητέρα του κόρη του Ολόρου, βασιλιά στη Θράκη. Μετά το θάνατο του πατέρα του βρέθηκε σε άσχημη οικονομική κατάσταση, γιατί αναγκάστηκε να πληρώσει το πρόστιμο των 50 ταλάντων που είχε επιβληθεί στον πατέρα του για την αποτυχία στην εκστρατεία της Πάρου. Τελικά, το χρέος το τακτοποίησε ο Καλλίας, ο οποίος είχε παντρευτεί την αδερφή του Κίμωνα Ελπινίκη. Ο Κίμωνας πολέμησε στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Μετά τους περσικούς πολέμους υποστήριξε ένθερμα τους συντηρητικούς και τον Αριστείδη, τον οποίο διαδέχτηκε στην ηγεσία των αριστοκρατικών. Από το 476 ως το 462 π.Χ. εκλεγόταν συνεχώς στρατηγός και κατεύθυνε την πολιτική της Αθήνας. Ως σκοπό της εξωτερικής αθηναϊκής πολιτικής και της συμμαχίας της ο Κίμωνας έταξε αρχικά την εκκαθάριση των περσικών φρουρών από τα παράλια της Θράκης, γεγονός που θα έκανε εκμεταλλεύσιμη την περιοχή προς όφελος των Αθηναίων. Ευρύτερα ο Κίμωνας επιδίωκε να εξασφαλίσει καίρια σημεία των θαλάσσιων δρόμων προς όφελος της Αθηναϊκής Συμμαχίας. Στα πλαίσια του σκοπού αυτού έπλευσε στο Βυζάντιο επικεφαλής στόλου και από εκεί στις εκβολές του Στρυμόνα, όπου κυρίευσε την πόλη Ηιόνα που κατείχαν οι Πέρσες (476 π.Χ.). Τον επόμενο χρόνο έδιωξε από τη Σκύρο τους Δόλοπες πειρατές και εγκατέστησε Αθηναίους. Κατόπιν ανάγκασε την Κάρυστο (472 π.Χ.) και τη Νάξο (469 π.Χ.) να μπουν στην Αθηναϊκή Συμμαχία (η δεύτερη είχε επαναστατήσει). Το 467 π.Χ. η συγκέντρωση των περσικών δυνάμεων στην Παμφυλία της Μικράς Ασίας με σκοπό να επιτεθούν κατά της Ελλάδας, ανάγκασε τον Κίμωνα να κινηθεί με 300 πλοία και στρατό και να συγκρουστεί με τους Πέρσες στις εκβολές του ποταμού Ευρυμέδοντα, όπου νίκησε τα 350 πλοία των Περσών. Ακολούθησε την ίδια μέρα πεζομαχία που κατέληξε σε νίκη των Αθηναίων. Κατόπιν έτρεψε σε φυγή 80 φοινικικά πλοία που έρχονταν από την Κύπρο να ενισχύσουν τους Πέρσες. Την άνοιξη πιθανόν του 466 π.Χ. ο Κίμωνας έπλευσε στη Χερσόνησο και την ξεκαθάρισε από τα υπολείμματα των περσικών δυνάμεων. Μετά τις νίκες αυτές οι Πέρσες δεν μπορούσαν να σταθούν στο Αιγαίο. Το κύρος της Συμμαχίας εξυψώθηκε, όπως και της Αθήνας και του ίδιου του Κίμωνα. Το 465 π.Χ. η επανάσταση της Θάσου από τη Συμμαχία ανάγκασε τον Κίμωνα να εκστρατεύσει εναντίον της και να την πολιορκήσει. Η πολιορκία κράτησε ως το 462 π.Χ. και τελικά η Θάσος υπέκυψε. Στο μεταξύ στην Αθήνα οι δημοκρατικοί κινήθηκαν και κατηγόρησαν τον Κίμωνα –μεταξύ των κατηγόρων ήταν και ο Περικλής– πως δεν κατέκτησε πόλεις της Μακεδονίας, επειδή τον δωροδόκησε ο βασιλιάς της χώρας Αλέξανδρος ο Α΄. Η κατηγορία αυτή δεν αποδείχτηκε και ο Κίμωνας αθωώθηκε. Το 462 π.Χ. ο στρατός των Αθηναίων με προτροπή του Κίμωνα, ο οποίος ήταν φιλοσπαρτιάτης, και με αρχηγό τον ίδιο έσπευσε να βοηθήσει τους Σπαρτιάτες στην επανάσταση των ειλώτων, εξαιτίας της οποίας κινδύνευε η ίδια η ύπαρξη της Σπάρτης. Οι Σπαρτιάτες όμως καχύποπτοι μήπως τυχόν οι Αθηναίοι έρθουν τελικά σε συμμαχία με τους είλωτες, για να αφανίσουν τη Σπάρτη, έστειλαν πίσω το αθηναϊκό στράτευμα, με αποτέλεσμα το αθηναϊκό γόητρο αλλά και το γόητρο του Κίμωνα να τραυματιστεί. Οι δημοκρατικοί, με επικεφαλής τον Εφιάλτη και τον Περικλή, πέτυχαν τον εξοστρακισμό του Κίμωνα. Ο Κίμωνας κατέφυγε στη Βοιωτία, από όπου οι Αθηναίοι, κατά προτροπή του Περικλή, τον ανακάλεσαν το 451 π.Χ., για να προσπαθήσει να πετύχει συμβιβασμό με τη Σπάρτη. Λόγω της συμπάθειας που του είχαν οι Σπαρτιάτες, εξαιτίας της φιλικής προς αυτούς πολιτικής του, μετά από διαπραγματεύσεις μαζί τους, πέτυχε να συνάψει πενταετή ανακωχή. Τον επόμενο χρόνο πρότεινε στους Αθηναίους να εκστρατεύσει κατά της Κύπρου και της Αιγύπτου. Η πρόταση έγινε δεκτή και ο Κίμωνας ανέλαβε την αρχηγία του στόλου. Το 449 π.Χ. όμως αρρώστησε κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Κιτίου στην Κύπρο και πέθανε.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...