ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ 1

Οι αναρτήσεις είναι ομαδοποιημένες κατά μάθημα στο δεξί σας χέρι, όπως κοιτάτε. Επίσης μπορείτε να δείτε παλαιότερες αναρτήσεις στο κάτω μέρος της σελίδας πατώντας "παλαιότερες αναρτήσεις".

ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ 2

Ορισμένες από τις παλαιότερες αναρτήσεις μπορεί να περιέχουν συνδέσμους που δεν λειτουργούν πια. Επίσης ορισμένες παλιές πολυτονικές γραμματοσειρές μπορεί να δυσλειτουργούν. Το μπλογκ έχει συσσωρεύσει ένα μεγάλο αριθμό αναρτήσεων που αδυνατώ να ελέγξω στην πληρότητά τους. Με την πρώτη ευκαιρία θα γίνει μια γενική εκκαθάριση.

8-4-2015: Μια μερική συντήρηση διόρθωσε πολλά προβλήματα (50%).

Επισήμανση 3

Δυστυχώς αρκετά από τα παράθυρα του LinkWithin (you might also like) δεν λειτουργούν πια. Συγχωρήστε με για την ενδεχόμενη ταλαιπωρία!
Σταύρος Γκιργκένης 17-10-2016
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νεοελληνικά Κείμενα Γ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νεοελληνικά Κείμενα Γ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 29 Ιουνίου 2014

Επτανησιακή σονετογραφία: Μαβίλης και Σ. Μαρτζώκης

Το μικρό αυτό e-book προέκυψε με τη συνεργασία μιας ομάδας μαθητών μου από τα τμήματα Γ2 και Γ3 (2013-2014). Τους ευχαριστώ από καρδιάς για τον κόπο τους. Το αρχείο βρίσκεται στο issuu, είναι pdf και διαθέσιμο για κατέβασμα ή διάβασμα στο δίκτυο. 


Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2013

Επτανησιακή Σχολή και Διονύσιος Σολωμός

Η Επτανησιακή Σχολή

Τα Επτάνησα δε γνώρισαν ποτέ την οθωμανική κυριαρχία, όμως για αιώνες βρίσκονταν κάτω από ενετική κυρίως κυριαρχία (αλλά και κάτω από την κυριαρχία των Γάλλων, των Άγγλων και για ένα μικρό διάστημα των Ρώσων). Ήρθαν έτσι ευκολότερα σε επικοινωνία και σε αμεσότερη επαφή με το δυτικό πολιτισμό, πράγμα που τους έδωσε τη δυνατότητα να αναπτύξουν σημαντική πνευματική δραστηριότητα που εκδηλώθηκε όχι μόνο στη λογοτεχνία, αλλά και στη μουσική και τη ζωγραφική. Οι λογοτέχνες που έγιναν εκφραστές της δραστηριότητας αυτής παρουσιάζουν κοινά χαρακτηριστικά τόσο στα θέματα, όσο και στο ύφος, που δείχνουν κοινά ενδιαφέροντα, τάσεις και αναζητήσεις και επιτρέπουν στους μελετητές να τους κατατάξουν στην ίδια Σχολή. Στη διάρκεια του 19ου αιώνα η λογοτεχνική παραγωγή των Επτανήσων πέρασε στην Ιστορία της λογοτεχνίας μας με το όνομα Επτανησιακή Σχολή. Η Σχολή αυτή παρουσίασε κυρίως ποιητικά έργα (λυρικά, επικολυρικά και σατιρικά) και ακολούθησε το ρεύμα του ρομαντισμού. Η πεζογραφία εμφανίζεται σχετικά φτωχή και περιορίζεται κυρίως στο κριτικό δοκίμιο. Η Σχολή συνέβαλε και στην ανάπτυξη του θεάτρου με σημαντικότερο έργο το Βασιλικό του Μάτεσι (1830), το πρώτο θεατρικό μας έργο με κοινωνικό περιεχόμενο. Η ποίηση γράφεται αποκλειστικά στη δημοτική γλώσσα με λίγα δάνεια από τα επτανησιακά ιδιώματα και τη λόγια παράδοση. Τα θέματα που πραγματεύονται οι Επτανήσιοι ποιητές είναι η πατρίδα, η φύση και ο έρωτας στην πιο αγνή μορφή του. Χαρακτηριστικό της μορφής των έργων των Επτανησίων είναι η δημοτική γλώσσα, την οποία όχι μόνο καλλιεργούν αλλά και υποστηρίζουν θεωρητικά με άρθρα και μελέτες. Όλοι οι Επτανήσιοι ποιητές που με τα ποιήματά τους ύμνησαν την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης έχουν ευρωπαϊκή μόρφωση, προπάντων ιταλική και γι' αυτό στο έργο τους διακρίνεται σαφώς η επίδραση της ιταλικής ποίησης. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι ολιγογράφοι σε σχέση με τους Φαναριώτες και τους Αθηναίους ρομαντικούς και επεξεργάζονται με ιδιαίτερη φροντίδα το στίχο τους, ώστε να δίνουν στα ποιήματά τους όσο γίνεται πιο άψογη μορφή.
Ο ρομαντισμός
Ο ρομαντισμός είναι ένα μεγάλο πνευματικό κίνημα που έκανε την εμφάνισή του από το τέλος του 18ου αιώνα ως αντίδραση στον ορθολογισμό του Διαφωτισμού και στράφηκε στο Μεσαίωνα ως πηγή έμπνευσης. Ξεκίνησε από τη Γερμανία αποτελώντας τη συνέχεια κατά έναν τρόπο του κινήματος Sturm und Drang (= θύελλα και ορμή) με κύριους εκπροσώπους τον Γκαίτε και το Σίλλερ. Στην Ελλάδα εμφανίστηκε σχεδόν την ίδια εποχή που επικράτησε στη Γαλλία και κυριάρχησε στην ελληνική ποίηση για πενήντα ολόκληρα χρόνια. Οι ρομαντικοί κηρύσσουν την επιστροφή στις ρίζες των λαϊκών πολιτισμών, διακηρύσσουν την ελευθερία του καλλιτέχνη και αντιπαραθέτουν στη λογική τη φαντασία. Σημαντικοί ρομαντικοί είναι ο Ουγκώ (Victor Hugo), ο Μπάιρον (Byron) κ.ά.
Γενάρχης της Επτανησιακής Σχολής είναι ο εθνικός μας ποιητήςΔιονύσιος Σολωμός. Οι ποιητές που προετοίμασαν το δρόμο του και έζησαν πριν από αυτόν, στην εποχή του Διαφωτισμού, ονομάστηκαν, όπως είδαμε, προσολωμικοί (Αντώνιος Μαρτελάος, Νικόλαος Κουτούζης). Μια δεύτερη κατηγορία αποτελούν οι σολωμικοί ποιητές που είναι σύγχρονοι ή μεταγενέστεροι από το Σολωμό και υιοθέτησαν το πρότυπό του. Οι ποιητές αυτοί αποτελούν την κυρίως Επτανησιακή Σχολή (Αντώνιος Μάτεσις, Γεώργιος Τερτσέτης, Ιούλιος Τυπάλδος, Ιάκωβος Πολυλάς, Γεράσιμος Μαρκοράς, Γεώργιος Καλοσγούρος, Λορέντζος Μαβίλης). Τέλος μια τρίτη κατηγορία είναι οι εξωσολωμικοί, λογοτέχνες δηλαδή οι οποίοι, αν και είναι Επτανήσιοι και ανήκουν στην ίδια εποχή, βρίσκονται έξω από την επίδραση του Σολωμού (Ανδρέας Κάλβος, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης).
Διονύσιος Σολωμός
Προσωπογραφία Δ. Σολωμού (Ανθολογία Σοκόλη)
Προσωπογραφία Δ. Σολωμού (Ανθολογία Σοκόλη)
Ο Διονύσιος Σολωμός (1798-1857) γεννήθηκε στη Ζάκυνθο και πέθανε στην Κέρκυρα, όπου είχε στο μεταξύ μετοικήσει. Η γέννησή του συμπίπτει χρονικά με το θάνατο του Ρήγα στο Βελιγράδι, όπως παρατήρησε ο Κωστής Παλαμάς προλογίζοντας τα Άπαντα του Σολωμού (1901). Ο Ρήγας αγωνίστηκε, μαρτύρησε και άνοιξε το δρόμο για την ελευθερία. Ο Σολωμός ύμνησε την ελευθερία, το Μεσολόγγι, τα ηρωικά κατορθώματα και τις θυσίες των Ελλήνων στη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα. Η ποίηση του Σολωμού επικεντρώθηκε στα μεγάλα θέματα που απασχόλησαν φιλοσόφους και ποιητές μέσα στους αιώνες: ελευθερία, φύση, θρησκεία, θάνατος και έρωτας. Στα ποιήματά του η ελευθερία θριαμβεύει ενάντια στη φύση και η θρησκεία ενάντια στο θάνατο. Στην ποίησή του συνδέονται ο θάνατος με τον έρωτα, ο οποίος στη σολωμική ποίηση είναι πάντα αγνός. Ο Σολωμός ήταν ο πρώτος που ανέδειξε τη δημοτική γλώσσα ως μοναδική για την έμμετρη δημιουργία.
Η ζωή του
Μετά το θάνατο του πατέρα του, ο Σολωμός θα μεταβεί στην Ιταλία, όπου κατ' αρχάς θα φοιτήσει στο Λύκειο της Κρεμόνας και έπειτα θα σπουδάσει νομικά στο Πανεπιστήμιο της Παβίας. Στη Ζάκυνθο θα επιστρέψει το 1818 και από το 1828 θα εγκατασταθεί μόνιμα στην Κέρκυρα. Η ποιητική δημιουργία του Σολωμού κατανέμεται σε δύο περιόδους: τη ζακυνθινή, από την επιστροφή στο νησί του μέχρι το 1828, και την κερκυραϊκή, που περιλαμβάνει την ώριμη δημιουργία του και τελειώνει με το θάνατό του στην πρωτεύουσα των Ιονίων νήσων.
Στην Ιταλία ο Σολωμός μυήθηκε στο ρομαντισμό, γνώρισε σημαντικούς εκπροσώπους των ιταλικών γραμμάτων και επηρεάστηκε από το έργο τους και συνέθεσε πάμπολλους στίχους στα ιταλικά. Επιστρέφοντας στη Ζάκυνθο ο ποιητής, ώριμος κοινωνικά και καλλιτεχνικά, θα αποκαταστήσει την επαφή του με τη μητρική του γλώσσα. Σε αυτό θα τον βοηθήσει η συναναστροφή και η φιλία του με αξιόλογους πνευματικούς ανθρώπους, που δημιουργούσαν γύρω του φιλολογικούς κύκλους (Γ. Τερτσέτης, Α. Μάτεσις) και τον βοηθούσαν στις αναζητήσεις του.
Ο Σολωμός μελέτησε σε βάθος τη δημοτική ποίηση και χρησιμοποίησε την εικονοπλαστική της στη δική του ποίηση. Επιπλέον τα μεγαλύτερα έργα του είναι γραμμένα σε δεκαπεντασύλλαβο, ένα δεκαπεντασύλλαβο που από τεχνική άποψη ο Σολωμός τον έφτασε στην τελειότητα.
Πήτερ Μάκριτζ
Λέγεται ότι ο ποιητής άρχισε να γράφει στη μητρική του γλώσσα μετά τη συνάντηση που είχε με το Σπυρίδωνα Τρικούπη, το μετέπειτα ιστορικό. Σε μια επίσκεψή του στη Ζάκυνθο το 1822, κι ενώ περίμενε τον Μπάιρον, ο Τρικούπης ζήτησε να δει το Σολωμό. Όταν άκουσε μια ωδή του απόμεινε σκεφτικός και του είπε ότι αυτό που περιμένει τώρα η πατρίδα είναι μια ποίηση ελληνική («Η Ελλάδα περιμένει το Δάντη της»). Σε λίγες μέρες ο ποιητής διάβασε στον Τρικούπη το ελληνικό ποίημά του Η Ξανθούλα.
Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν
Την ίδια περίοδο ο ποιητής που στρέφεται πια από τα παλιά ιταλικά σονέτα και τους αυτοσχέδιους στίχους σε έργα μεγαλύτερης έκτασης, στα οποία υμνείται κυρίως η Επανάσταση, γράφει τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν (Μάιος 1823), ποίημα 158 στροφών, που εκδόθηκε στα 1825 και του οποίου οι δύο πρώτες στροφές καθιερώθηκαν ως Εθνικός Ύμνος της Ελλάδας και μελοποιήθηκαν από τον Κερκυραίο συνθέτη και φίλο του ποιητή Νικόλαο Μάντζαρο. Ο Ύμνος είχε μεγάλη απήχηση, μεταφράστηκε σε ξένες γλώσσες και ενίσχυσε το κίνημα του φιλελληνισμού.
Την ίδια εποχή εμπνεύστηκε την ωδή Εις τον θάνατο του Λορδ Μπάιρον (ο Σολωμός θαύμαζε ιδιαίτερα τον Βύρωνα και γιατί καταφέρθηκε ενάντια στην τυραννία και γιατί πέθανε παίρνοντας ενεργό μέρος στον ελληνοαπελευθερωτικό αγώνα), ενώ το 1824 αρχίζει τη φιλόδοξη σύνθεση του Λάμπρου, έργου λυρικού επηρεασμένου από την ποιητική τεχνοτροπία του Βύρωνα, που όμως δε θα ολοκληρωθεί ποτέ (το 1826 ο ποιητής θα επεξεργαστεί και πάλι το ποίημα αυτό). Τότε έγραψε και το πρώτο από τα δύο πεζά του έργα, το Διάλογο (1824), όπου θα υπερασπιστεί τη λαϊκή γλώσσα. Το δεύτερο πεζό του Σολωμού είναι Η γυναίκα της Ζάκυθος (ποίηση και πρόζα μαζί) γραμμένο κι αυτό την ίδια εποχή. Το 1825 συνθέτει το επίγραμμα Η καταστροφή των Ψαρών, έξοχο παράδειγμα πυκνού και γνωμικού λόγου.
Ο Κρητικός
Η νέα συγγραφική περίοδος του Σολωμού ανοίγει με την εγκατάστασή του στην Κέρκυρα. Στα 1833 γράφεται Ο Κρητικός, ποιητικό αφηγηματικό έργο, ένας ύμνος στην πατρίδα και στον έρωτα, από τον οποίο σώζονται μερικά υπέροχα αποσπάσματα, όπως η Φεγγαροντυμένη.
Ο Κρητικός: Ένας νέος που γλίτωσε από τους Τούρκους μετά την καταστολή της Επανάστασης στην Κρήτη, παλεύει τώρα με τα κύματα ως ναυαγός κρατώντας στο ένα χέρι τη μνηστή του. Εκεί, στη θάλασσα και με το φως του φεγγαριού αντικρίζει μια θεϊκή γυναικεία μορφή, την Ελευθερία (Φεγγαροντυμένη) που τον συναρπάζει, ώστε να μην καταλαβαίνει πως η αγαπημένη του είναι νεκρή. Η εικόνα είναι εντυπωσιακή με τη Φεγγαροντυμένη που καθαγιάζει όλη τη φύση.
Ο Πόρφυρας
Ένα άλλο ποίημα της εποχής αυτής ήταν Ο Πόρφυρας (1849), του οποίου το θέμα ήταν ο τραγικός θάνατος ενός Άγγλου στρατιώτη που τον κατασπάραξε ένας καρχαρίας (πόρφυρας). Όταν μερικοί φίλοι του Σολωμού παρατήρησαν ότι έπρεπε να προτιμήσει ένα εθνικό θέμα, ο Ποιητής απάντησε: «Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό».
Οι Ελεύθεροι πολιορκημένοι
Το έργο όμως της ζωής του Σολωμού ήταν οι Ελεύθεροι πολιορκημένοι, το μεγάλο επικολυρικό ποίημα που το επεξεργάστηκε σε τρία διαφορετικά σχεδιάσματα (το πρώτο σχεδίασμα είχε ήδη συντεθεί γύρω στο 1830). Ο ποιητής εμπνεύστηκε το έργο αυτό από τη δεύτερη πολιορκία της «Ιεράς πόλεως» του Μεσολογγίου. Χρονικά αναφέρεται στις τελευταίες δεκαπέντε ημέρες της πολιορκίας και συγκεκριμένα από τη μάχη της Κλείσοβας μέχρι την ηρωική Έξοδο, όταν οι υπερασπιστές της πόλης, κατανικώντας όλες τις ανθρώπινες αδυναμίες και περιφρονώντας τις χαρές της ζωής αποφασίζουν την ηρωική Έξοδο την παραμονή των Βαϊων του 1826.
Ο Σολωμός δε θέλησε ποτέ να επισκεφθεί την ελεύθερη Ελλάδα. Οι Έλληνες που αποχαιρετούσαν τον εθνικό ποιητή του Ύμνου εις την Ελευθερίαν δε γνώριζαν την ποίηση των ώριμων χρόνων του. Δύο χρόνια μετά το θάνατό του ο μαθητής του Ιάκωβος Πολυλάς συγκέντρωσε το έργο του ποιητή στον τόμο Τα Ευρισκόμενα. Στη συνέχεια αξιοποιήθηκε από το Λίνο Πολίτη, ο οποίος έλεγξε τα χειρόγραφα και πρόσθεσε τη Γυναίκα της Ζάκυθος καθώς και την επιστολογραφία του ποιητή. Η πιο πρόσφατη ανασύσταση του έργου του οφείλεται στο Στυλιανό Αλεξίου (Διονυσίου Σολωμού, Ποιήματα και πεζά, 1994), ο οποίος προσέγγισε το σολωμικό έργο στο σύνολό του.
Στο έργο του Σολωμού θαυμάζουμε το λυρισμό, την ακρίβεια των ποιητικών εικόνων, την εξύψωση της λαϊκής γλώσσας και ιδιαίτερα την έκφραση του λαϊκού αισθήματος. Σταθερός στόχος του ποιητή ήταν να έχει η ποίησή του τις ρίζες της στην κοινωνία και τη γλώσσα, που εκείνη δημιούργησε.

Σολωμός, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι και ο Ύμνος στην Ελευθερία

Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

Ανδρέας Λασκαράτος-Βιογραφία

Ο Ανδρέας Λασκαράτος (1811-1901), μαθητής του Σολωμού και γεννημένος στο Ληξούρι της Κεφαλλονιάς, έγραψε κυρίως πεζά έργα με ηθικολογικό χαρακτήρα: Τα μυστήρια της ΚεφαλλονιάςΧαρακτήρεςΙδού ο άνθρωπος – το τελευταίο εκδόθηκε το 1886 και είναι μια συλλογή χαρακτήρων στο πρότυπο του Θεοφράστου και του Γάλλου σατιρικού Λα Μπρυγιέρ (La Bruyère, 1645-1696). Ο Λα Μπρυγιέρ, όπως και ο Θεόφραστος, περιέγραφε με σαφήνεια ιδιότητες, όπως η υποκρισία, η κολακεία, η χωριατιά, και έπειτα έδινε παραδείγματα των χαρακτηριστικών αυτών αναφερόμενος σε σύγχρονους ανθρώπους. Ο Λασκαράτος φωτογράφισε τον εαυτό του στο πορτρέτο Ο φιλόνεικος. Ασυμβίβαστος και αδιάλλακτος απέναντι στις κοινωνικές συμβάσεις ο Λασκαράτος κρατούσε για τον εαυτό του το ρόλο του «ηθικού εισαγγελέα της κοινωνίας». Το αποτέλεσμα ήταν να υποστεί διώξεις και να αφοριστεί από την Εκκλησία. Αυτό τον έκανε ακόμα πιο αδιάλλακτο, και συνέχισε να ασκεί δριμύτατη κριτική στα ήθη της εποχής του.

Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2013

ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ

Τα Απομνημονεύματα

Τα Απομνημονεύματα

Το λογοτεχνικό είδος που συνδέεται άμεσα με τον Αγώνα είναι το Απομνημόνευμα, μια εκδοχή της αυτοβιογραφίας. Άνθρωποι που έζησαν στο κέντρο των μεγάλων ιστορικών γεγονότων της εποχής και είχαν συνείδηση της σημασίας τους προσφέρουν τη μαρτυρία τους για το τι έζησαν, τι έπραξαν, τι έπαθαν και τι έμαθαν. Αυτόπτες μάρτυρες θέλουν να συμβάλουν στην αποκάλυψη της αλήθειας, αλλά και να δικαιωθούν στις επερχόμενες γενιές. Το 1821 αποτελεί φυσικά το ορόσημο. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός (1771-1826) αρχίζει να γράφει τα απομνημονεύματά του (Υπομνήματα περί της Επαναστάσεως της Ελλάδος - Από το 1820 μέχρι του 1823) αμέσως μετά την έκρηξη της Επανάστασης, ο Χριστόφορος Περραιβός (1773-1863) δημοσιεύει τα Απομνημονεύματα πολεμικά (1836) και ο Εμμανουήλ Ξάνθος (1772-1852) τα δικά του απομνημονεύματα σχετικά με τη Φιλική Εταιρεία (Δοκίμιον ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρείας, 1836). Τα απομνημονεύματα του Βορειοηπειρώτη στρατιωτικού Σπύρου Μήλιου (1800-1880) αναφέρονται στη διετία 1825-1826.
Ο «γέρος του Μωριά» Θεόδωρος Κολοκοτρώνης υπαγόρευσε τα απομνημονεύματά του στο Γεώργιο Τερτσέτη (1800-1874), δικαστή από τη Ζάκυνθο, ο οποίος αναγκάστηκε να εκπατριστεί, επειδή αντιτάχθηκε στην πρόθεση της Αντιβασιλείας να καταδικάσει σε θάνατο τον Κολοκοτρώνη. Το γεγονός αυτό συνετέλεσε στη φιλία των δύο ανδρών και είχε ως αποτέλεσμα την υπαγόρευση των απομνημονευμάτων που κυκλοφόρησαν στα 1851 με τον τίτλο Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836.
Οι πολιτικοί που ήθελαν να γράψουν τα απομνημονεύματά τους δεν συναντούσαν δυσκολίες. Όσοι όμως οπλαρχηγοί και στρατιωτικοί δεν ήταν εξοικειωμένοι με το γράψιμο, δυσκολεύονταν και πολλές φορές χρησιμοποιούσαν έναν «γραμματικό». Το χρονικό της σκλαβωμένης Αθήνας του Παναγή Σκουζέ (1776-1847) αποκαλύφτηκε επίσης από το Γεώργιο Τερτσέτη στα 1859. Εδώ εξιστορείται σε αυθεντική λαϊκή γλώσσα η περίοδος από το 1772 ως το 1796.
Deneuville: «Oι Σουλιώτισσες πολεμούν» (Συλλογή Τάσσου Χατζή, Ανθολογία Σοκόλη)
Deneuville: «Oι Σουλιώτισσες πολεμούν» (Συλλογή Τάσσου Χατζή, Ανθολογία Σοκόλη)
  

Το κείμενο όμως που αποτυπώνει με μοναδικό τρόπο τα βιώματα ενός αγωνιστή που έζησε τον Αγώνα και πήρε μέρος και στην πολιτική σκηνή είναι τα Απομνημονεύματα του στρατηγού Ιωάννη Μακρυγιάννη (1797-1864). Αγωνιστής του '21 στην Πελοπόννησο και την Αθήνα, ο Μακρυγιάννης τραυματίστηκε σοβαρά, αλλά δε σταμάτησε να πολεμάει. Η δράση του συνεχίστηκε και μετά την Ανεξαρτησία. Ο Καποδίστριας τον διόρισε στο Άργος Γενικό αρχηγό της Εκτελεστικής Δυνάμεως της Πελοποννήσου και τότε άρχισε να γράφει τα Απομνημονεύματα. Ο Μακρυγιάννης δεν είχε πάει σχολείο, έμαθε όμως σε μεγάλη ηλικία γράμματα μόνο και μόνο για να καταγράψει τα απομνημονεύματά του, τα οποία είναι γραμμένα ανορθόγραφα, δίχως καν στίξη. Το χειρόγραφο με τα απομνημονεύματά του βρέθηκε το 1900 και δημοσιεύτηκε το 1907 από το Γιάννη Βλαχογιάννη, σπουδαίο πεζογράφο, για τον οποίο θα μιλήσουμε σε άλλο κεφάλαιο του βιβλίου μας. Ο λόγος του Μακρυγιάννη είναι, όπως γράφει ο Λίνος Πολίτης, «ολότελα λαϊκός, δίχως ίχνος λόγιας επίδρασης, με τη ζωντάνια της προφορικής ομιλίας και με τη θέρμη ενός ανθρώπου, που δεν είναι μονάχα αυτόπτης αλλά και πρωταγωνιστής των γεγονότων που ιστορεί».
    Το έργο του Μακρυγιάννη έγινε ευρύτερα γνωστό στα χρόνια της Κατοχής. Το 1941 δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Εστία άρθρο του Γιώργου Θεοτοκά με τίτλο «Ο στρατηγός Μακρυγιάννης» και το 1943 ο Γιώργος Σεφέρης παρουσίασε στο Κάιρο τον αγωνιστή και το έργο του σε διάλεξη που σήμερα περιλαμβάνεται στις Δοκιμές («Ένας Έλληνας - ο Μακρυγιάννης»). Από τότε ο Μακρυγιάννης απασχόλησε ιστορικούς και φιλολόγους που συγκινούνται από την «αδρή» φωνή του και το «αποτελεσματικό» ύφος του.
Ο Βλαχογιάννης εξέδωσε επίσης και τα απομνημονεύματα του Ν.Κασομούλη (1795-1871) με τον τίτλο Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επανάστασης των Ελλήνων 1821-1833.
Τα απομνημονεύματα των αγωνιστών ανήκουν στις έμμεσες πηγέςτης Ιστορίας της Ελληνικής Επανάστασης και αποτελούν ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα που μας επιτρέπει να γνωρίσουμε τη ζωή και τη νοοτροπία μιας κοινωνίας που βρέθηκε σε τόσο δύσκολες συνθήκες.
Τα απομνημονεύματα αυτά καλύπτουν και τη μετεπαναστατική περίοδο του Καποδίστρια και του Όθωνα και φτάνουν μέχρι την εποχή του Γεωργίου Α΄. Στις μετεπαναστατικές δεκαετίες πολλοί λόγιοι έγραψαν επίσης απομνημονεύματα (Νικόλαος Δραγούμης, 1809-1879, Αλέξανδρος-Ρίζος Ραγκαβής, 1809-1892), όπως και ιστορικοί (Σπυρίδων Ζαμπέλιος, 1813-1881, Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, 1815-1891, ο οποίος στο μεγαλεπήβολο έργο του Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1860 - 1874, επιδιώκει να αποδείξει τη συνέχεια και τη διαχρονική ενότητα του ελληνικού έθνους).

Ιστορία Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Α, Β, Γ Γυμνασίου)

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013

Το γιοφύρι της Άρτας

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ (1772-1847)


Ο Αθανάσιος Χριστόπουλος γεννήθηκε στην Καστοριά. Γιος κληρικού πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, όπου είχε καταφύγει η οικογένειά του λόγω οικονομικών δυσχερειών. Μαθήτευσε στο Λύκειο Βουκουρεστίου με δάσκαλο τον Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη, ο οποίος άσκησε μεγάλη επίδραση στις γλωσσικές και φιλοσοφικές απόψεις του Χριστόπουλου. Σπούδασε ιατρική, φιλοσοφία, ξένες γλώσσες και λατινικά στη Βούδα και το 1794 έφυγε για την Πάντοβα, όπου, αν και ξεκίνησε με σπουδές ιατρικής, κατέληξε να αφοσιωθεί στα νομικά. Το 1797 επέστρεψε στο Βουκουρέστι, γνώρισε τον Λάμπρο Φωτιάδη και μπήκε στον κύκλο του Καταρτζή. Εργάστηκε για πολλά χρόνια ως οικοδιδάσκαλος στην Αυλή του ηγεμόνα Μουρούζη και απέκτησε τον τίτλο του καμινάρη. Ακολούθησε ένα διάστημα παραμονής στην Πόλη. Μετά το 1812 πέρασε στην Αυλή του ηγεμόνα της Βλαχίας Ιωάννη Καρατζά και ανακηρύχτηκε άρχων μέγας λογοθέτης. Με ανάθεση του Καρατζά ο Χριστόπουλος συνέγραψε το Ιδιωτικό Δίκαιο από κοινού με τον αδερφό του Κυριάκο, και έγινε νομικός σύμβουλος του Καρατζά. Μετά την ανάκληση του τελευταίου από την ηγεμονία το 1820 ο Χριστόπουλος έφυγε για την Τρανσυλβανία, όπου συνέχισε τη συγγραφική του δραστηριότητα. Ταξίδεψε στα Επτάνησα ως απεσταλμένος της Φιλικής Εταιρίας και έμεινε δύο μήνες στη Ζάκυνθο, υπήρξε μέλος της επαναστατικής επιτροπής στις Ηγεμονίες και σύμβουλος του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Μετά την επανάσταση προσπάθησε να εγκατασταθεί στον απελευθερωμένο ελλαδικό χώρο, αναγκάστηκε ωστόσο, κυρίως λόγω του αντιφαναριωτικού πνεύματος που κυριαρχούσε, να φύγει το 1836 ξανά για την Τρανσυλβανία. Πέθανε το Γενάρη του 1847 στο Βουκουρέστι. Το συγγραφικό έργο του Χριστόπουλου περιλαμβάνει μια Γραμματική της αιολοδωρικής διαλέκτου (1805), όπου υποστήριξε τη γλωσσική θεωρία του Καταρτζή και υπεραμύνθηκε της ‘λαλουμένης’ γλώσσας, το τετράπρακτο ιστορικό δράμα Αχιλλεύς, που παραστάθηκε στην Αυλή του Μουρούζη με τον τίτλο Ο θάνατος του Πατρόκλου και αποτελεί πρωτόλειο έργο με σαφείς επιδράσεις από τον Διαφωτισμό και τις ιδέες περί αναβίωσης των αρχαιοελληνικών προτύπων, τα Λυρικά, συλλογή βακχικών και ερωτικών (σύμφωνα με δικούς του χαρακτηρισμούς) ποιημάτων, στα οποία συνυπάρχουν η αισιοδοξία και η μελαγχολία, ο ύμνος του έρωτα και η ηθική της ζωής και της ύπαρξης με το στοιχείο του εφήμερου του βίου. Ο Χριστόπουλος μπόλιασε την φαναριώτικη ποίηση με στοιχεία της γαλλικής ποίησης του 18ου αιώνα και της ιταλικής ανακρεόντειας τάσης και τα έργα του γνώρισαν μεγάλη επιτυχία στην εποχή τους. Ο Λίνος Πολίτης στην Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας χαρακτηρίζει τον Χριστόπουλο πρόδρομο του Σολωμού στα πρώτα του βήματα, ως προς τη γλώσσα και τη στιχουργική. Πρέπει να επισημανθεί τέλος η συγγραφή μεταφράσεων, αρχαιολογικών μελετών, πολιτικών σκέψεων και κριτικών δοκιμίων και γενικότερα η πνευματική πολυπραγμοσύνη του.


Εδώ μπορείτε να διαβάσετε τη συλλογή ποιημάτων του Χριστόπουλου

Η κρητική λογοτεχνία-Ερωτόκριτος-Ερωφίλη

Η Κρήτη έμεινε κάτω από την κυριαρχία των Βενετών από το 1211 ως το 1669, όταν και αυτή υποδουλώθηκε στους Τούρκους. Στη διάρκεια της βενετοκρατίας το νησί γνώρισε οικονομική και εμπορική ανάπτυξη και παρουσίασε τα περισσότερα δείγματα λογοτεχνικής ακμής. Τους δύο πρώτους αιώνες ο ντόπιος πληθυσμός έτρεφε εχθρικά αισθήματα προς τους Βενετούς κατακτητές. Βαθμιαία όμως η επικοινωνία Βενετών και Ελλήνων έγινε στενότερη. Την περίοδο αυτή πολλά χειρόγραφα αρχαίων Ελλήνων και Βυζαντινών συγγραφέων αντιγράφονταν στο νησί που γρήγορα εξελίχτηκε σε πολιτισμικό κέντρο. Οι μορφωμένοι μιλούσαν και τις δύο γλώσσες, ενώ ανάμεσα στους ευγενείς Βενετούς, πολλοί ήταν εκείνοι που δε θυμούνταν πια την ευγενική τους καταγωγή και δε διατηρούσαν παρά το επώνυμό τους και τα λίγα φέουδα που τους απέμειναν. Η άνθηση της λογοτεχνίας στην Κρήτη και η θαυμαστή κορύφωση στην οποία έφτασε οφείλεται στην επιρροή της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης, η οποία συνετέλεσε στη δημιουργία της «Κρητικής Αναγέννησης». Ο Λίνος Πολίτης ονομάζει την περίοδο αυτή «χρυσή περίοδο στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας».
Δομήνικος Θεοτοκόπουλος (1541-1614), «Η ταφή του Χριστού» (Εθνική Πινακοθήκη)
Δομήνικος Θεοτοκόπουλος (1541-1614), «Η ταφή του Χριστού» (Εθνική Πινακοθήκη)
Η άνθηση αυτή δεν παρατηρήθηκε μόνο στα γράμματα αλλά και στην τέχνη. Έτσι, στην αρχιτεκτονική, τη μουσική και τη ζωγραφική η βυζαντινή παράδοση δέχτηκε στοιχεία της Ιταλικής Αναγέννησης. Ο μεγάλος ζωγράφος Δομήνικος Θεοτοκόπουλος (1540-1614) μαθήτευσε στην Κρήτη και το 1567 έφυγε για τη Βενετία και μετά για το Τολέδο της Ισπανίας, όπου έγινε διάσημος ως el Greco.
 

 

 
α) Ερωτόκριτος: είναι μεγάλο αφηγηματικό ποίημα, ένα έμμετρο μυθιστόρημα που έχει πλοκή παραμυθιού. Το έργο αποτελείται από 10.052 ομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους και διαιρείται σε πέντε μέρη.
Η υπόθεση του Ερωτόκριτου: Βρισκόμαστε στην προχριστιανική Αθήνα, κάστρο της εποχής όμοιο με τα ιπποτικά που δέσποζαν στη Δύση. Εκεί ζει ο βασιλιάς Ηράκλης και η γυναίκα του που, αφού έμειναν πολλά χρόνια χωρίς παιδί, φέρνουν στον κόσμο μια κόρη, την Αρετούσα, την οποία ερωτεύεται ο Ερωτόκριτος (το όνομά του το βρίσκουμε και ως Ρωτόκριτος ή Ρώκριτος), γιος του συμβούλου του βασιλιά Πεζόστρατου. Ο νέος ομολογεί την αγάπη του στο φίλο και σύμβουλό του Πολύδωρο. Έπειτα μεταμφιεσμένος τραγουδάει καντάδες κάτω από τα παράθυρα της Αρετούσας. Ο βασιλιάς το μαθαίνει και βάζει τέλος στις νυχτερινές αυτές συναντήσεις. Η Αρετούσα ερωτευμένη με τον άγνωστο τραγουδιστή ομολογεί τα αισθήματά της στη νένα της, τη Φροσύνη. Ο Ερωτόκριτος κάνει με το φίλο του Πολύδωρο ένα ταξίδι στον Έγριπο (παραφθορά του Εύριπος, δηλαδή στην Εύβοια) για να διασκεδάσει τη θλίψη του. Στη διάρκεια της απουσίας του η Αρετούσα ανακαλύπτει το πορτρέτο της στο δωμάτιο του Ερωτόκριτου και του στέλνει μήλα για δώρο και για να του εκδηλώσει την αγάπη της.
Στη συνέχεια ο βασιλιάς οργανώνει έναν αγώνα για να διασκεδάσει την κόρη του. Ο αφηγητής περιγράφει λεπτομερώς τις μονομαχίες, ιδιαίτερα εκείνη του Κρητικού με τον Καραμανίτη (που συμβολίζει τη σύγκρουση των Κρητών με τους Τούρκους). Ο Ερωτόκριτος νικά στον αγώνα και παίρνει το στεφάνι από το χέρι της Αρετούσας. Παίρνει τότε το θάρρος κι εκμυστηρεύεται το αίσθημά του στον πατέρα του πείθοντάς τον να ζητήσει το χέρι της κόρης από το βασιλιά.
Ο Πεζόστρατος ζητεί από το βασιλιά το χέρι της Αρετούσας για το γιο του, όμως ο Ηράκλης εξοργισμένος από την αλαζονεία ενός κοινού θνητού διώχνει τον Πεζόστρατο, εξορίζει το γιο του και φυλακίζει την Αρετούσα που δε δέχεται να παντρευτεί κανένα από τα αρχοντόπουλα. Τρία χρόνια μένει φυλακισμένη, γιατί αποκρούει την πρόταση γάμου του βασιλόπουλου του Βυζαντίου, που της επαναλαμβάνει κάθε μέρα ο πατέρας της. Αχώριστοι φίλοι των δύο νέων είναι ο Πολύδωρος και η Φροσύνη που παίζουν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της υπόθεσης.
Αργότερα κηρύσσεται πόλεμος εναντίον του βασιλιά των Βλάχων, στον οποίο έρχεται και πολεμά με γενναιότητα ο Ερωτόκριτος μεταμφιεσμένος σε μαύρο με τη βοήθεια ενός μαγικού υγρού. Στη μάχη σώζει το βασιλιά και δέχεται να μονομαχήσει με τον Άριστο, ανεψιό του βασιλιά των Βλάχων, τον οποίο και σκοτώνει. Ο Ερωτόκριτος ζητεί για αμοιβή του να παντρευτεί την Αρετούσα, που δεν τον αναγνωρίζει στην αρχή, γι' αυτό αρνείται. Στο τέλος όμως γίνεται η αναγνώριση χάρη στο μαγικό υγρό που του ξαναδίνει τη μορφή του και οι νέοι παντρεύονται και ζουν ευτυχισμένοι.
Το έργο σώζεται σε ένα μόνο χειρόγραφο που μετά το 1669 μεταφέρθηκε από Κρητικούς στα Επτάνησα. Η υπόθεση και τα πρόσωπα του έργου είναι φανταστικά και μόνο σε μερικά επεισόδια συναντούμε ιστορικούς υπαινιγμούς, όπως στη μονομαχία του Κρητικού με τον Καραμανίτη. Στον Ερωτόκριτο εξυμνούνται οι ιπποτικές αρετές, η παλικαριά, ο έρωτας, η φιλία, η ιπποτική γενναιοφροσύνη και η σταθερότητα. Πάνω από όλα όμως διακρίνονται τα στοιχεία της ελληνικής λαϊκής παράδοσης που εκφράζονται μέσα από το συνδυασμό στοιχείων της αρχαίας μυθολογίας με άλλα που ανήκουν στη λαϊκή νοοτροπία της εποχής. Μερικοί στίχοι του Ερωτόκριτου θυμίζουν στίχους δημοτικών τραγουδιών.
Ποιητής του Ερωτόκριτου είναι ο Βιτσέντζος Κορνάρος που γεννήθηκε στη Σητεία της Κρήτης, όπως ο ίδιος αυτοσυστήνεται στον επίλογο του έργου του και είναι γόνος μεγάλης βενετοκρητικής οικογένειας. Οι μελετητές συμφωνούν στο ότι ο Κορνάρος δανείστηκε την υπόθεση από ένα μεσαιωνικό γαλλικό μυθιστόρημα του 1847, τοParis et Vienne του Πιερ ντε λα Συπέντ (Pierre de la Cypède), που το γνώρισε προφανώς από κάποια ιταλική μετάφραση. Αν και το πρότυπο είναι ξένο, ο Ερωτόκριτος είναι έργο καθαρά ελληνικό. Η δράση του εκτυλίσσεται στην ειδωλολατρική Αθήνα και το λαϊκό στοιχείο είναι διάχυτο και στη στιχουργική και στη θεματική. «Καταλαβαίνουμε εδώ την περηφάνια ενός δημιουργού με ελληνική παιδεία, που έμαθε από τους ανθρώπους της ιταλικής Αναγέννησης να θαυμάζει τους αρχαίους», γράφει ο Γάλλος νεοελληνιστής Τοννέ (Henri Tonnet).
 
Η λογοτεχνική αξία του έργου είναι μεγάλη. Ο Αδαμάντιος Κοραής ονόμασε τον ποιητή του Ερωτόκριτου «Όμηρο της δημώδους ποιήσεως», ενώ από τη μελέτη του επηρεάστηκε ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός. Ο Γιώργος Σεφέρης στο γνωστό του δοκίμιο για τον Ερωτόκριτο σημειώνει τις αρετές του έργου: «έλλειψη ρητορείας, περιγραφή της λεπτομέρειας, κυριαρχία στη γλώσσα και τον ρυθμό της». Ο Ερωτόκριτος είναι ποίημα «γοητευτικό». Ακόμα και οι επαναλήψεις συντελούν στη γοητεία που ασκεί. Το ποίημα έγινε δημοφιλές ανάγνωσμα των λαϊκών τάξεων και κέρδισε την προσοχή και το θαυμασμό των μελετητών.
Η κρητική αναγέννηση, προτού καταποντιστεί, έδωσε δυο καρπούς που θαήταν αρκετοί για να τιμήσουν τόπους πολύ μεγαλύτερους από αυτό το νησί.
Μια έντονη προσωπικότητα, τον Θεοτοκόπουλο. Κι αυτή τη δεκαπεντασύλλαβη φράση, που ήταν ικανή να εκφραστεί με τέτοια ακρίβεια:
Γονέοι που μ' εσπείρετε, κι από τα κόκκαλά σας
επήρα κι απ' το αίμα σας κι από την αναπνιά σας (Δ 309-10)
Γιώργος Σεφέρης, ΔοκιμέςΑ΄, σελ. 299
Πολλοί στίχοι του έμειναν στη μνήμη και δίστιχά του πήραν τον χαρακτήρα λαϊκών παροιμιών. Στις λαϊκές γιορτές των Επτανήσων, της Πελοποννήσου, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας γίνονταν δραματικές παραστάσεις επεισοδίων του. Σημαντική επίδραση άσκησε οΕρωτόκριτος σε ολόκληρη τη μεταγενέστερη λογοτεχνική παραγωγή.
β) Η Βοσκοπούλα ανήκει στην ποιμενική ποίηση και είναι ένα σύντομο αφηγηματικό ποίημα. Από τα παλαιότερα κρητικά έργα τυπώθηκε στη Βενετία στα 1627. Είναι γραμμένο στο ιδίωμα της δυτικής Κρήτης και μεταφράστηκε στα λατινικά. Ο συγγραφέας της είναι άγνωστος και η υπόθεση απλή:
 
Υπόθεση της Βοσκοπούλας: Ένας νέος Κρητικός βοσκός συναντά στα λειβάδια μια όμορφη βοσκοπούλα και την ερωτεύεται. Περνούν μαζί ευτυχισμένες μέρες στη σπηλιά της, γιατί ο γέρος πατέρας της έλειπε. Ο βοσκός φεύγει αλλά υπόσχεται να επιστρέψει σε ένα μήνα και να τη ζητήσει από τον πατέρα της. Μια αρρώστια όμως τον κρατά στο κρεβάτι και γυρίζει ύστερα από δύο μήνες. Η βοσκοπούλα στο διάστημα αυτό αρρωσταίνει και πεθαίνει από τη λύπη της. Ο πατέρας υποδέχεται με θρήνους τον αγαπημένο της. Ο βοσκός αποφασίζει να ζήσει στην ερημιά με την ανάμνηση της βοσκοπούλας και με μόνη του συντροφιά ένα αρνί που εκείνη του είχε χαρίσει.
Το έργο τυπώθηκε πολλές φορές σε λαϊκές εκδόσεις, και αποσπάσματά του βρίσκουμε σε συλλογές δημοτικών τραγουδιών. Πολλοί ήταν οι θαυμαστές του, ανάμεσά τους και ο Διονύσιος Σολωμός, ο οποίος μας πληροφορεί ότι στην εποχή του δεν υπήρχε γυναίκα που να μην ήξερε τη Βοσκοπούλα.
 
γ) Η Θυσία του Αβραάμ: Πρόκειται για ένα θρησκευτικό δράμα, είδος πολύ δημοφιλές στην εποχή του, που οι πηγές του βρίσκονται στα βυζαντινά και τα ευρωπαϊκά «μυστήρια» του Μεσαίωνα. Τα «μυστήρια» (δραματικές αναπαραστάσεις) είναι ένα θεατρικό είδος που αναπτύχθηκε στο Μεσαίωνα και περιλαμβάνει δράματα θρησκευτικής φύσης που απορρέουν από τους θρύλους των αγίων, από την Παλαιά Διαθήκη και κυρίως από την Καινή Διαθήκη. Υπόθεση του έργου είναι το γνωστό επεισόδιο της Παλαιάς Διαθήκης, όπως αναφέρεται στο 24ο κεφάλαιο της Γενέσεως.
Υπόθεση της Θυσίας του Αβραάμ: Ένας άγγελος εμφανίζεται στον Αβραάμ και του ανακοινώνει την επιθυμία του Θεού να θυσιάσει το μονάκριβο γιο του Ισαάκ. Η φοβερή αναγγελία συγκλονίζει τον Αβραάμ, όπως και τη Σάρρα και τον Ισαάκ που το πληροφορούνται αργότερα. Ο καθένας όμως αντιδρά με το δικό του τρόπο, ανάλογα με το χαρακτήρα του. Ο Αβραάμ δε διστάζει ούτε στιγμή να υπακούσει στο θέλημα του Θεού και να τελέσει τη θυσία. Την τελευταία όμως στιγμή ο Κύριος σώζει τον Ισαάκ έχοντας ήδη δοκιμάσει την πίστη του πατέρα του.
«Η Θυσία του Αβραάμ» («Κειμήλια προσφύγων από τη Μικρά Ασία»), 19ος αιώνας (Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών)
«Η Θυσία του Αβραάμ» («Κειμήλια προσφύγων από τη Μικρά Ασία»), 19ος αιώνας(Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών)
Το έργο παραδόθηκε ανώνυμο. Πολλοί μελετητές όμως δέχονται ότι ποιητής της Θυσίας είναι ο Κορνάρος. Το άμεσο πρότυπό του είναι το δράμα Lo Isach του Λουίτζι Γκρότο (Luigi Groto), έργο ιταλικό.
Ο ποιητής ενδιαφέρεται λιγότερο για την εξωτερική δράση και περισσότερο για την εσωτερική εξέλιξη των προσώπων. Με ιδιαίτερη ευαισθησία ψυχογραφεί τη Σάρρα, τη μάνα που αγωνίζεται να γλιτώσει το γιο της χωρίς όμως να εναντιώνεται στο θέλημα του Θεού.
Το ποιητικό κατόρθωμα του Κρητικού ποιητή είναι ότι κατάφερε να συνθέσει ένα έργο ανώτερο από τα ευρωπαϊκά πρότυπά του. Η δέση και η λύση του μύθου, οι περιπέτειες, η σκηνική οικονομία, οι ζωντανοί χαρακτήρες, ο λυρισμός και η λιτότητα του ύφους θυμίζουν κλασική τραγωδία. Το έργο είναι γραμμένο στη λαϊκή κρητική γλώσσα εμπλουτισμένη με λαϊκές παροιμίες, δίστιχα, ευχές, γνώμες και μοιρολόγια.
Η Θυσία του Αβραάμ έγινε λαϊκό ανάγνωσμα στην Κρήτη και στα Επτάνησα. Πολλοί στίχοι του έργου έγιναν λαϊκά μοιρολόγια και μαντινάδες.
δ) Στο κρητικό θέατρο ανήκουν εννέα έργα όλα θεατρικά (εκτός από την πρώιμη Βοσκοπούλα και τον Ερωτόκριτο). Από αυτά τρία γράφτηκαν από τον ποιητή Γεώργιο Χορτάτζη, η Ερωφίλη (τραγωδία), οΚατζούρπος (κωμωδία) και η Πανώρια (ποιμενικό δράμα).
Στις τραγωδίες εκτός από την Ερωφίλη ανήκουν επίσης: 1) ΟΒασιλεύς Ροδολίνος, που γράφτηκε από τον ποιητή Ιωάννη Ανδρέα Τρωίλο από το Ρέθυμνο και τυπώθηκε επίσης στη µενετία το 1647 και 2) ο Ζήνων, που δεν είναι σίγουρο πως είναι κρητικό έργο, μια και ο ποιητής του είναι άγνωστος, ενώ έχει αποδειχτεί πως γράφτηκε και παραστάθηκε στη Ζάκυνθο στα 1682-1683.
Στις κωμωδίες ανήκουν: 1) ο Κατζούρμπος, που είναι το ωριμότερο έργο του Χορτάτζη, ο οποίος όταν βρισκόταν στη Βενετία γνώρισε ανάλογες ιταλικές κωμωδίες, 2) ο Στάθης, έργο του οποίου ο ποιητής είναι άγνωστος και 3) ο Φορτουνάτος του Κρητικού ποιητή Μάρκου-Αντώνιου Φόσκολου.
Την ποιμενική ποίηση εκπροσωπεί εκτός από τη Βοσκοπούλα, ηΠανώρια, γνωστή και ως Γύπαρης, που πρωτοτυπώθηκε στη Βενετία το 1583. Το θέμα του δράματος είναι ολόκληρο παρμένο από την αρχαία μυθολογία (από τις Μεταμορφώσεις του Οβιδίου).
 
ε) Η Ερωφίλη είναι πεντάπρακτη τραγωδία στον τύπο των αρχαίων τραγωδιών με επεισόδια και χορικά.
Υπόθεση της Ερωφίλης: Ο γιος του βασιλιά της Τζέρτζας Πανάρετος έπειτα από το θάνατο του πατέρα του πέφτει στα χέρια του βασιλιά της Αιγύπτου Φιλόγονου, που τον μεγαλώνει μαζί με την κόρη του Ερωφίλη και τον περιβάλλει με πολλές τιμές για τη σύνεση και την ανδρεία του. Όταν μεγαλώνουν τα δυο παιδιά ερωτεύονται και παντρεύονται κρυφά. Ο Φιλόγονος πληροφορείται το μυστικό τους, εξαγριώνεται, σκοτώνει τον Πανάρετο και προσφέρει τα μέλη του κομματιασμένα στην Ερωφίλη, η οποία αυτοκτονεί από τη λύπη της. Ο χορός των κοριτσιών-ακολούθων της σκοτώνει τον πατέρα της και με τον τρόπο αυτό τιμωρείται ο Φιλόγονος, ο οποίος είχε δολοφονήσει τον αδελφό του και του είχε αρπάξει το θρόνο.
Η τραγωδία γράφτηκε με πρότυπο την ιταλική τραγωδία Ορμπέκε (Orbecche) του Τζιράλντι (G. Battista Giraldi). Όπως συμβαίνει στις ευρωπαϊκές τραγωδίες, ανάμεσα στις πέντε πράξεις παρεμβάλλονται τέσσερα «ιντερμέδια» (= μουσικοχορευτικά κομμάτια με διαφορετική υπόθεση) που αποτελούν ολόκληρο εμβόλιμο δράμα. Τα «ιντερμέδια» αυτά έχουν ως θέμα τους ένα επεισόδιο παρμένο από το έργο του Ιταλού ποιητή Τορκουάτο Τάσσο Ελευθερωμένη Ιερουσαλήμ (Torquato Tasso,Gerusalemne Liberata). Ποιητής της Ερωφίλης είναι ο Γεώργιος Χορτάτζης από το Ρέθυμνο, ο οποίος εκτός από το πηγαίο ταλέντο του διέθετε μεγάλη ελληνική και ιταλική παιδεία. Ο Κωστής Παλαμάς ονόμασε τον Χορτάτζη «πατέρα της νέας μας δραματικής τέχνης».
Η Ερωφίλη έγινε έργο πανελλήνιο και διαβάστηκε πολύ. Οι μελετητές βρίσκουν ότι το έργο έχει αναμφισβήτητες λογοτεχνικές και θεατρικές αρετές. Για πρώτη φορά εκδόθηκε το 1637 στη Βενετία μετά το θάνατο του ποιητή.

Το δημοτικό τραγούδι

ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Τα δημοτικά τραγούδια αποτελούν δημιουργήματα της λαϊκής ποίησης και συνδέονται με τη μουσική και το χορό. Διακρίνονται για την τολμηρή σύλληψη του θέματος, την παραστατικότητα, την πλαστικότητα των εικόνων και τη λιτότητα του λόγου.
 
1. Είναι γνωστό ότι σε όλες τις λογοτεχνίες αναπτύσσεται πρώτα η λαϊκή ποίηση (δημοτικά τραγούδια) και γενικότερα ο προφορικός λαϊκός λόγος (τραγούδια, παροιμίες, παραδόσεις, μύθοι, παραμύθια), ο οποίος εκφράζει την ψυχή του λαού. Η προσωπική ποίηση και η πεζογραφία ακολουθούν.
Η δημοτική ποίηση ανήκει στην προφορική λογοτεχνία, είναι δηλαδή μέρος του προφορικού πολιτισμού. Η προφορική λογοτεχνία είναι ομαδική (εκφράζει τη συνείδηση της κοινότητας), παραδοσιακή (συντηρεί, αναπαράγει και αναμεταδίδει) και αυθόρμητη.
Η ακμή της δημοτικής ακριτικής ποίησης σημειώνεται την εποχή που η νεοελληνική γλώσσα είχε ήδη παρουσιάσει τα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα. Συνέχεια της ακμής αυτής αποτελεί η δημοτική ποίηση των χρόνων της Τουρκοκρατίας. Για αιώνες τα δημοτικά τραγούδια διασώθηκαν από την προφορική παράδοση, μέχρις ότου καταγράφηκαν από διάφορους συλλογείς, οι οποίοι τα κατέταξαν σε ομάδες. Ο ιδιαίτερος κλάδος της επιστήμης που εξετάζει τα δημοτικά τραγούδια, όπως και όλα τα προϊόντα του λαϊκού προφορικού λόγου, είναι ηΛαογραφία, επιστήμη που εισήγαγε στην Ελλάδα και καλλιέργησε ο Νικόλαος Πολίτης.
 
Το δημοτικό τραγούδι κατέχει ιδιαίτερη θέση στη νέα ελληνική λογοτεχνία, καθώς «είναι το μέσο, με το οποίο ο λαός έδωσε την εγκυρότερη έκφραση στον κόσμο του και στο πρόσωπό του», όπως γράφει ο Λίνος Πολίτης. Δεν είναι δημιούργημα ενός ατόμου, αλλά πλάθεται από τον ίδιο το λαό. Αυτοσχέδιοι στιχουργοί συνέθεταν τραγούδια που στη συνέχεια διαδίδονταν προφορικά. Για το λόγο αυτόν τα δημοτικά τραγούδια δε διασώζονται σε μία μόνο μορφή, αλλά σε πολλές παραλλαγές ανάλογα με τον τόπο, διαφορετικές δηλαδή μορφές του ίδιου τραγουδιού.
Φ. Κόντογλου, «Αρματoλοί και κλέφτες» (Έλληνες ζωγράφοι, εκδ. Μέλισσα)
Φ. Κόντογλου, «Αρματoλοί και κλέφτες» (Έλληνες ζωγράφοι, εκδ. Μέλισσα)
Με βάση τη μορφή τους ο Νικόλαος Πολίτης κατέταξε τα δημοτικά τραγούδια σε δύο μεγάλες κατηγορίες: α) τα καθαρώς λυρικά ήτραγούδια , εκείνα δηλαδή που τον πυρήνα, την ουσία τους δηλαδή, αποτελεί η έκφραση του συναισθήματος (χαρά, λύπη, αγάπη, μίσος, θαυμασμός) και β) τα επικολυρικά ή διηγηματικά , εκείνα δηλαδή που κύριο σκοπό τους έχουν να μας διηγηθούν, με τρόπο ποιητικό, μια παράδοση, μια ιστορία, ένα μύθο. Πυρήνας δηλαδή των τραγουδιών της κατηγορίας αυτής είναι η διήγηση. Τα διηγηματικά αυτά τραγούδια χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: σε όσα αναφέρονται γενικά στη δημόσια ζωή (ακριτικά, κλέφτικα, θρήνοι για την άλωση πόλεων κ.λπ.), σε όσα αναφέρονται σε εκδηλώσεις και συνήθειες της ιδιωτικής ζωής (της ξενιτειάς, μοιρολόγια, νανουρίσματα, της αγάπης κ.λπ.)και τέλος στις παραλογές.
Οι παραλογές είναι τα εθνικά τραγούδια των Ελλήνων, που έχουν υπόθεση φανταστική ή πλαστή και είναι εκείνα, όπου η λαϊκή φαντασία εκδηλώνεται με τη μεγαλύτερη φαντασία και δύναμη.
Claude Fauriel, Chants populaires de la Grèce moderne
 
2. Τα δημοτικά τραγούδια έχουν στενή συνάφεια με τη μουσική και το χορό. Από την αρχαιότητα ακόμα τα παιδιά τηρούσαν ένα παλιό έθιμο να γυρίζουν τα σπίτια μια ορισμένη μέρα τραγουδώντας «Ήλθε, ήλθε χελιδών». Το ίδιο αυτό έθιμο, το οποίο ξαναβρίσκουμε στους Βυζαντινούς με τα ίδια λόγια, έχει επιζήσει μέχρι τις μέρες μας: την πρώτη Μαρτίου σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας τα παιδιά γυρίζουν τα σπίτια τραγουδώντας το ίδιο τραγούδι: «Ήρθεν, ήρθε χελιδόνα».
Το δημοτικό τραγούδι, που είναι η γνήσια και ανόθευτη έκφραση της λαϊκής ψυχής, προέρχεται από ένα λαό λιτό στην έκφραση των συναισθημάτων του με βαθύ αίσθημα της κοινωνικότητας και της φιλοξενίας, πλούσια φαντασία και έντονο τον πόθο για κάθε είδους ελευθερία. Ο Αλέξης Πολίτης, μελετητής του δημοτικού τραγουδιού, σημειώνει ότι όπως και άλλοι λαοί που δεν είχαν αποκτήσει την εθνική τους ενότητα, έτσι και ο ελληνικός λαός μέσα από το δημοτικό τραγούδι εκφράζει την προσπάθειά του για εθνική ενότητα.
 
3. Τα δημοτικά τραγούδια είναι γραμμένα σε δεκαπεντασύλλαβους στίχους. Ομοιοκαταληξία δεν υπάρχει, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις (λιανοτράγουδα). Χαρακτηριστικό τους είναι η λιτότητα των εκφραστικών μέσων. Μέσα στη μακραίωνη παράδοση διαμόρφωσαν ορισμένα τυπικά μοτίβα και κανόνες, όπως ο κανόνας της συμμετρικής αντιστοιχίας περιεχομένου και μορφής (αρχή της ισομετρίας), ώστε ο στίχος να συμπίπτει με το ολοκληρωμένο νόημα μιας φράσης. Η γλώσσα του δημοτικού τραγουδιού διακρίνεται για τη δύναμη, την παραστατικότητα και τη ζωντάνια της, πράγμα που οφείλεται στο γεγονός ότι η ποιητική εκφραστική στηρίζεται κυρίως στην πληθωρική χρήση του ρήματος και του ουσιαστικού. Ο ποιητής του δημοτικού τραγουδιού έχει ασκηθεί στη συμπύκνωση των σημαντικών στοιχείων και την αποφυγή κάθε περιττού. Σημαντικό ρόλο παίζουν οι αντιθέσεις, οι άστοχες ερωτήσεις, τα άπορα (ή αμήχανα) και οι παρομοιώσεις.
Ο Φώτης Κόντογλου (1895-1965), συγγραφέας και ζωγράφος αφοσιωμένος στην παράδοση, γράφει για τα δημοτικά τραγούδια: «Άνθρωπος που δε νιώθει στα κατάβαθα της καρδιάς του τα λαϊκά μας τραγούδια, δεν είναι σε θέση να νιώσει αληθινά την Επανάσταση του εικοσιένα».
Επαινεί επίσης ο Κόντογλου την εκφραστική τους λιτότητα:
(...) Εδώ δεν έχει πολλά λόγια. Λίγα και καλά. (...) Τρία λόγια λέει το τραγούδι κι αντιλαλούνε στην ψυχή σου χιλιάδες πράγματα. Άκου τούτα τα πέντε λόγια:
Τ' αντρειωμένου τ' άρματα δεν πρέπει να πουλιώνται,
Μον' πρέπει τους στην εκκλησιά κι εκεί να λειτουργιώνται.
Πρέπει να κρέμουνται ψηλά σε πύργο αραχνιασμένο,
Σκουριά να τρώει τ' άρματα κι η γης τον αντρειωμένο.
Φ. Κόντογλου,
«Τα έμορφα τραγούδια μας, η αναπνοή της φυλής μας»
 
4. Πρώτος ο Θεόδωρος Μανούσης (Βιέννη, 1814) συγκέντρωσε τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια και τα μετέφρασε, τα έδειξε μάλιστα και στον Γκαίτε προκαλώντας τον ενθουσιασμό του. Ο πρώτος όμως εκδότης δημοτικών τραγουδιών ήταν ο Γάλλος ρομαντικός Κλωντ Φωριέλ (Claude Fauriel), ο οποίος συγκέντρωσε σε δύο τόμους τα δημοτικά ελληνικά τραγούδια (Chants populaires de la Grèce moderne, 1824 και 1825) από υλικό που προμηθεύτηκε από τους Έλληνες της Ιταλίας και των Επτανήσων.
Η μετάφρασή τους έφερε σε επαφή τους δυτικούς φιλέλληνες με τον επαναστατημένο ελληνικό λαό.
Από τον κύκλο των ποιητών της Επτανησιακής Σχολής προέρχονται οι συλλογές των Α. Μανούσου (1850) και Σπ. Ζαμπέλιου (1852). Συλλογή ελληνικών δημοτικών τραγουδιών παρουσίασε και ο Γερμανός Πάσοβ (Α. Passow) το 1860. Με φιλολογική ευσυνειδησία συγκέντρωσε ο Νικόλαος Πολίτης τα δημοτικά μας τραγούδια στη συλλογή του Εκλογές από τα τραγούδια του ελληνικού λαού (1914).

Δευτέρα 8 Απριλίου 2013

ΙΣΑΑΚ ΑΣΙΜΩΦ H νύχτα (1941)



Το διήγημα Νightfall τού Ισαάκ Ασίμωφ  θεωρείται από τούς περισσότερους λάτρεις τής επιστημονικής φαντασίας μια από τις καλύτερες ιστορίες τού λογοτεχνικού αυτού είδους, που γράφτηκε ποτέ. Μέσα στην περιορισμένη έκταση ενός διηγήματος, ο συγγραφέας κατορθώνει να περιγράψει με καίριο τρόπο την αγωνιώδη επιστημονική αναζήτηση, η οποία προσπαθεί να διευρύνει τα περιορισμένα αντιληπτικά μας όρια και να υπερκεράσει το φόβο για το Άγνωστο.
Ο πλανήτης Λάγκας βρίσκεται σε ένα ηλιακό σύστημα έξι ηλίων. Φωτίζεται διαδοχικά και αδιάκοπα και οι κάτοικοί του δεν γνωρίζουν τι θα πει νύχτα. Ο συνεχώς φωτισμένος ουρανός δεν τούς επιτρέπει να αντιληφθούν την ύπαρξη τού υπόλοιπου Σύμπαντος, το οποίο νομίζουν, ότι περιορίζεται στον δικό τους πλανητικό χώρο και -εννοείται- δεν έχουν δει ποτέ τον έναστρο ουρανό. Ωστόσο, κάθε 2050 έτη ένας άλλος, άγνωστος μέχρι τότε σε αυτούς, πλανήτης παρεμβάλλεται ανάμεσα στον Λάγκας και στον ήλιο, από τον οποίο φωτίζεται εκείνη τη στιγμή. Ο Λάγκας τυλίγεται στο σκοτάδι, οι ανοίκειοι με τη νύχτα κάτοικοί του παρανοούν και, στην αναζήτησή τους για φως, πυρπολούν ό,τι βρουν μπροστά τους. Ο πολιτισμός τους (αυτο)καταστρέφεται, για να αρχίσει έναν νέο κύκλο μέχρι τον ερχομό τής επόμενης Νύχτας.  
(Πηγή: http://bhxospanagiotis.blogspot.gr/)

Ισαάκ Ασίμωφ (Isaac Asimov): " Η Τελευταία Ερώτηση"


Ισαάκ Ασίμωφ (Isaac Asimov): " Η Τελευταία Ερώτηση"

Το διήγημα "The Last Question" του Isaac Asimov (1920-1992) είναι ίσως το πλέον διάσημο διήγημα Επιστημονικής Φαντασίας (ΕΦ) που έχει γραφεί ποτέ. Το γεγονός αυτό το αναγνώριζε, εκτός από τον ίδιο τον συγγραφέα, και ο μεγάλος του "αντίπαλος" Arthur C. Clarke. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1956 και δεν έχει σταματήσει έκτοτε να συμπεριλαμβάνεται σε συλλογές των καλύτερων διηγημάτων ΕΦ. Το διήγημα καλύπτει χρονικά το απροσδιόριστο και μακρότατο διάστημα της συνολικής ανθρώπινης παρουσίας όχι μόνο στη Γη, αλλά και σε ολόκληρο το Σύμπαν, καθώς ο Άνθρωπος εξελίσσεται παράλληλα με τα δημιουργήματά του, τα Ρομπότ. Πρωταγωνιστεί ο Multivac και οι "απόγονοί" του, μία σειρά υπερυπολογιστών, στους οποίους οι εκάστοτε ερευνητές θέτουν την αναπάντητη ερώτηση "μπορεί να αλλάξει η ροή της εντροπίας;'' (Παρένθεση.  Η εντροπία είναι το μέτρο της αταξίας ενός συστήματος. Σύμφωνα με τον β΄  νόμο της θερμοδυναμικής η εντροπία τείνει να αυξάνεται. Κάποτε, στο απώτατο μέλλον, κάθε δραστηριότητα στο Σύμπαν θα σταματήσει και τα πάντα θα νεκρωθούν). Η ερώτηση αυτή διατυπώνεται για πρώτη φορά το 2061, από έναν πανεπιστημιακό ερευνητή στον πρώτο Multivac. Η απάντηση του είναι "δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για μια λογική απάντηση". Στη διάρκεια του διηγήματος παρακολουθούμε την παράλληλη εξέλιξη της ανθρώπινης και της μηχανικής διάνοιας, ενώ κατά διαστήματα τίθεται η ερώτηση. Η απάντηση παραμένει η ίδια. Ο Άνθρωπος και η Μηχανή κατακτούν το Διάστημα, χιλιετίες περνούν, αλλά η ερώτηση δεν έχει απαντηθεί. Κάποτε ο Άνθρωπος παύει να χρειάζεται το υλικό του σώμα και γίνεται πνεύμα, καθαρή ενέργεια και ο ίδιος. Το ίδιο και ο Multivac, υπάρχουν πλέον στο Σύμπαν μόνο ένας Υπεράνθρωπος και ένας Υπερmultivac. Η εντροπία έχει αυξηθεί υπερβολικά, η απομένουσα ενέργεια είναι ελάχιστη και συγκεντρωμένη όλη στα δύο υπερπνεύματα, το πρώην ανθρώπινο και το πρώην μηχανικό. Τα δύο Πνεύματα παρακολουθούν τα τελευταία άστρα να σβήνουν, καθώς το Σύμπαν πεθαίνει και ο Άνθρωπος θέτει στη Μηχανή την τελευταία ερώτηση, για τελευταία φορά. Οι δύο τους συγχωνεύονται μέσα στο χάος του τίποτα και ο Υπερνούς που δημιουργείται βρίσκει επιτέλους την απάντηση στην τελευταία ερώτηση. Και με το τελευταίο φωτόνιο που έχει απομείνει στο Σύμπαν, ο Υπερνούς προστάζει "Γεννηθήτω Φως! και εγένετο φως"...


Η τελευταία ερώτηση διατυπώθηκε για πρώτη φορά, στα μισοαστεία, την 21η Μαΐου 2061. Η ερώτηση ήταν το αποτέλεσμα ενός στοιχήματος πέντε δολαρίων υπό την επήρεια μέθης και προέκυψε ως εξής. Ο Αλεξάντερ Άντελ και ο Μπέρτραμ Λούπωβ ήταν δύο από τους πιστούς φροντιστές του Μούλτιβακ. Γνώριζαν, όσο ήταν δυνατόν να γνωρίζουν ανθρώπινα πλάσματα, τι κρυβόταν πίσω από το ψυχρό του πρόσωπο, που κροτάλιζε και αναβόσβηνε, ένα πρόσωπο που απλωνόταν για μίλια και μίλια, το πρόσωπο αυτού του γιγάντιου υπολογιστή. Σε κάθε περίπτωση, είχαν μία σφαιρική αντίληψη ενός γενικού σχεδίου του κυκλώματος, που είχε εδώ και καιρό ξεπεράσει το σημείο όπου οποιοσδήποτε άνθρωπος θα μπορούσε να έχει ολοκληρωμένη αντίληψη του συνόλου. Ο Μούλτιβακ ήταν αυτοπροσαρμοζόμενος και αυτοδιορθούμενος. Έπρεπε να είναι, διότι κανένας άνθρωπος δε θα μπορούσε αν τον διορθώσει και να τον προσαρμόσει αρκετά γρήγορα. Έτσι, ο Άντελ και ο Λούπωβ φρόντιζαν τον τεράστιο γίγαντα επιφανειακά, όσο καλύτερα μπορούσαν. Τον τροφοδοτούσαν με στοιχεία, προσάρμοζαν τις ερωτήσεις στις ανάγκες του και μετέφραζαν τις απαντήσεις που τους έδινε. Εννοείται ότι οι ίδιοι, αλλά και όλοι οι συνεργάτες τους, δικαιούνταν μέρος της δόξας του Μούλτιβακ. Επί δεκαετίες ο Μούλτιβακ βοηθούσε να σχεδιαστούν τα διαστημόπλοια και να προβλεφθούν οι τροχιές που θα επέτρεπαν στον άνθρωπο να φθάσει στο Φεγγάρι, στον Άρη και στην Αφροδίτη. Αλλά οι φτωχοί φυσικοί πόροι της Γής δεν μπορούσαν να υποστηρίξουν τα σκάφη. Τα μακρινά ταξίδια απαιτούσαν υπερβολικά πολλή ενέργεια. Η Γη αξιοποιούσε το κάρβουνο και το ουράνιό της με αυξανόμενη αποτελεσματικότητα, αλλά ήταν και τα δύο πεπερασμένης ποσότητας. Αργά και σταθερά ο Μούλτιβακ μάθαινε αρκετά, ώστε να απαντήσει σε πλέον θεμελιώδη ερωτήματα με περισσότερο βάθος, με αποτέλεσμα την 14η Μαΐου 2061 αυτό που ήταν θεωρία έγινε πράξη. Η ενέργεια του ήλιου αποθηκευόταν, μετατρεπόταν και χρησιμοποιούνταν απευθείας από ολόκληρο τον πλανήτη.  Ολόκληρη η γη τροφοδοτούνταν μέσω ακτίνων ηλιακής ενέργειας.  Μετά από επτά ημέρες, πριν κοπάσει η δόξα του εγχειρήματος, οι Άντελ και Λούπωβ κατάφεραν τελικά να ξεφύγουν από τις δημόσιες εκδηλώσεις και να συναντηθούν ήσυχα εκεί όπου κανένας δε θα σκεφτόταν να τους αναζητήσει, στα έρημα υπόγεια δώματα, όπου διακρίνονταν τμήματα του πανίσχυρου θαμμένου σώματος του Μούλτιβακ. Αφρόντιστος, χασομέρης, συνδυάζοντας τα στοιχεία του με περιεκτικά, τεμπέλικα χτυπήματα, ο Μούλτιβακ είχε κερδίσει κι αυτός τις διακοπές του και οι φροντιστές του το κατανοούσαν. Δεν είχαν καμία πρόθεση, αρχικά, να τον ενοχλήσουν. Είχαν φέρει μαζί τους ένα μπουκάλι και σκόπευαν απλώς να ηρεμήσουν, με το μπουκάλι και την παρέα ο ένας του άλλου. «Είναι καταπληκτικό, αν το σκεφθείς», είπε ο Άντελ. Το φαρδύ του πρόσωπο ήταν σκαμμένο από γραμμές κούρασης, καθώς ανακάτευε το ποτό του με ένα γυάλινο ραβδί, παρακολουθώντας τα παγάκια να χτυπούν αδέξια το ένα στο άλλο. «Όλη η ενέργεια που μπορεί ποτέ να χρειαστούμε, δωρεάν. Αρκετή ενέργεια, αν θα θέλαμε, ώστε να λιώσουμε ολόκληρη την γη σε μία μεγάλη σταγόνα υγρού σιδήρου, και πάλι να μην μας λείψει η ενέργεια που θα δαπανούσαμε. Όλη η ενέργεια που θα μπορούσαμε να ξοδέψουμε, για πάντα και για πάντα και για πάντα». Ο Λούπωβ έγειρε το κεφάλι του στο πλάι. Συνήθιζε να το κάνει αυτό, όταν ήθελε να εναντιωθεί σε κάτι, και ήθελε να εναντιωθεί τώρα, εν μέρει επειδή έπρεπε να κουβαλά τον πάγο και τα ποτήρια. "Όχι για πάντα", είπε. " αλλά σχεδόν για πάντα. Ώσπου να εξαντληθεί ο ήλιος, Μπερτ. Αυτό δεν είναι για πάντα". "Εντάξει, λοιπόν. Δισεκατομμύρια και δισεκατομμύρια χρόνια. Είκοσι δις, ίσως. Είσαι ευχαριστημένος;" Ο Λούπωβ κύλησε τα δάχτυλά του ανάμεσα στα αραιά μαλλιά του, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί ότι μερικά ήταν ακόμη εκεί, και ρούφηξε το ποτό του. "Είκοσι δισεκατομμύρια χρόνια δεν είναι για πάντα". "Πάντως, θα κρατήσει όσο υπάρχουμε, έτσι δεν είναι; Σταμάτα να επικρίνεις όσα έκανε για μας ο Μούλτιβακ", αρπάχτηκε ο Άντελ. "Τα κατάφερε μια χαρά". " Ποιός είπε το αντίθετο; Το μόνο που λέω είναι ότι ο ήλιος δε θα κρατήσει για πάντα. Απλώς αυτό λέω. Είμαστε ασφαλείς για είκοσι δισεκατομμύρια χρόνια, αλλά μετά;" Ο Λούπωβ έτεινε ένα τρεμάμενο δάχτυλο στον άλλον. "Και μη μου πεις ότι θα αλλάξουμε ήλιο". Επικράτησε σιωπή για λίγο. Ο Άντελ πλησίασε μερικές φορές το ποτήρι στα χείλη του, ο Λούπωβ έκλεισε τα μάτια του. Ησύχαζαν. Ξαφνικά, τα μάτια του Λούπωβ άνοιξαν απότομα. "Σκέφτεσαι ότι θα αλλάξουμε ήλιο όταν ο δικός μας εξαντληθεί, σωστά; Η λογική σου είναι αδύναμη, αυτό είναι το πρόβλημά σου. Είσαι σαν τον τύπο της ιστορίας, που τον πιάνει ξαφνική νεροποντή και τρέχει κάτω από μια συστάδα δέντρων και καταφεύγει κάτω από ένα. Δεν ανησυχεί, γιατί σκέφτεται ότι μόλις μουσκέψει τελείως το δέντρο του, θα πάει κάτω από ένα άλλο". "Το ‘πιασα», είπε ο Άντελ, «Μη φωνάζεις. Όταν εξαντληθεί ο ήλιος, το ίδιο θα συμβεί και στ΄ άλλα αστέρια". "Ανάθεμα, αυτό θα συμβεί, μουρμούρισε ο Λούπωβ. Όλα ξεκίνησαν με την αρχική κοσμική έκρηξη, ό,τι κι αν ήταν αυτή, και όλα θα τελειώσουν, όταν εξαντληθούν τ΄ αστέρια. Μερικά θα εξαντληθούν γρηγορότερα από άλλα. Οι γίγαντες δεν βαστούν πάνω από εκατό εκατομμύρια χρόνια. Ο ήλιος θα αντέξει είκοσι δισεκατομμύρια χρόνια και ίσως οι νάνοι να κρατήσουν εκατό δισεκατομμύρια χρόνια. Αλλά μετά από ένα τρισεκατομμύριο χρόνια τα πάντα θα είναι σκοτάδι. Αρκεί να φθάσει η εντροπία στο μάξιμουμ, αυτό είναι όλο". "Ξέρω τα περί εντροπίας», είπε ο Άντελ, για να διατηρήσει την αξιοπρέπειά του. "Σιγά μην ξέρεις". "Ξέρω όσα κι εσύ". "Τότε ξέρεις ότι όλα θα τελειώσουν κάποια μέρα". "Σύμφωνοι. Ποιός λέει όχι;" "Εσύ, κακομοίρη μου. Είπες ότι έχουμε όση ενέργεια χρειαζόμαστε, για πάντα. Είπες «για πάντα».
Ήταν η σειρά του Άντελ να αντιδράσει. « Ίσως μπορούμε να ξαναφτιάξουμε τα πάντα κάποτε", είπε. "Ποτέ". "Γιατί; Κάποια μέρα". "Ρώτα τον Μούλτιβακ".
"Ρώτα τον εσύ. Στοιχηματίζω πέντε δολάρια ότι θα πει πως δεν γίνεται".
Ο Άντελ ήταν αρκετά πιωμένος για να προσπαθήσει και αρκετά νηφάλιος ώστε να μπορεί να χρησιμοποιήσει τα σωστά σύμβολα και τις απαραίτητες ενέργειες, για να διατυπώσει την ερώτηση, η οποία, σε λέξεις, ήταν περίπου αυτή: θα μπορέσει μια μέρα η ανθρωπότητα να επαναφέρει τον ήλιο στην αρχική του νεότητα, αφού εκείνος θα έχει πεθάνει από γηρατειά; 
Ίσως να μπορούσε να διατυπωθεί κάπως έτσι: πώς θα μπορούσε η καθαρή ποσότητα εντροπίας του Σύμπαντος να μειωθεί δραστικά; Ο Μούλτιβακ απέμεινε σιωπηλός, σαν νεκρός. Το αργό αναβόσβημα των λυχνιών του σταμάτησε, οι μακρινοί ήχοι των κυκλωμάτων του σώπασαν. Κατόπιν, ενώ οι τρομαγμένοι τεχνικοί κρατούσαν την αναπνοή τους, ξαναγύρισε στη ζωή και το τηλέτυπο που ήταν προσαρμοσμένο στο πλάι του κουδούνισε και παρουσίασε πέντε τυπωμένες λέξεις. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΝΕΠΑΡΚΗ ΓΙΑ ΛΟΓΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ.
"Πάει το στοίχημα", ψιθύρισε ο Λούπωβ. Έφυγαν βιαστικά.  Το επόμενο πρωί, πονοκεφαλιασμένοι και με μουδιασμένα στόματα, είχαν και οι δύο ξεχάσει το συμβάν. 

Ο Τζέροντ, η Τζεροντίν και οι Τζεροντέτ 1 και 2 παρακολουθούσαν την έναστρη εικόνα να μεταβάλλεται στην οθόνη, καθώς το πέρασμα δια μέσου του υπερχώρου ολοκληρωνόταν σε μία άχρονη στιγμή. Ξαφνικά, η εικόνα ενός διάσπαρτου με άστρα διαστήματος αντικαταστάθηκε από την κυρίαρχη παρουσία ενός μοναδικού, λαμπερού μαρμάρινου δίσκου.  «Είναι ο Χ-23», είπε με πεποίθηση ο Τζέροντ. Τα λεπτά του χέρια σφίγγονταν με δύναμη πίσω από την πλάτη του και οι αρθρώσεις τους άσπριζαν. Τα μικρά Τζεροντέτ, και τα δύο κορίτσια, δοκίμαζαν το υπερχωρικό πέρασμα για πρώτη φορά στη ζωή τους. Γελούσαν και κυνηγιόντουσαν γύρω από τη μητέρα τους, φωνάζοντας «φτάσαμε στον Χ-23». «Ήσυχα, παιδιά», είπε αυστηρά η Τζεροντίν. «Είσαι σίγουρος, Τζέροντ;» «Πώς θα μπορούσα να μην είμαι», ρώτησε ο Τζέροντ, παρατηρώντας το φούσκωμα του άμορφου μετάλλου κάτω από την οροφή. Διέτρεχε το δωμάτιο, για να εξαφανιστεί στον τοίχο και από τις δύο πλευρές. Είχε μήκος όσο και το σκάφος. Ο Τζέροντ δεν ήξερε και πολλά για το παχύ, μεταλλικό φούσκωμα, παρά μόνο ότι το αποκαλούσαν Μίκροβακ, και ότι μπορούσε κάποιος να του απευθύνει ερωτήσεις, εάν ήθελε. Ότι σε κάθε περίπτωση, αυτό είχε την ευθύνη να οδηγήσει το σκάφος σε έναν προκαθορισμένο προορισμό, ότι τροφοδοτούνταν με ενέργεια από τους διάφορους γαλαξιακούς σταθμούς και ότι υπολόγιζε τις εξισώσεις για τα υπερχωρικά άλματα. Ο Τζέροντ και η οικογένειά του απλώς περίμεναν, διαβιώντας στα άνετα, κατάλληλα διαμορφωμένα διαμερίσματα του σκάφους. Κάποιος είχε πει κάποτε στον Τζέροντ ότι το «ΑΚ» στο τέλος του «Μίκροβακ» σήμαινε «αναλογικό κομπιούτερ» στα αρχαία αγγλικά, αλλά είχε σχεδόν ξεχάσει ακόμα και αυτό. Τα μάτια της Τζεροντίν ήταν υγρά, καθώς κοιτούσε την οθόνη. 
«Δεν μπορώ να συγκρατηθώ. Νιώθω περίεργα που αφήσαμε τη Γη». 
«Γιατί;» αναρωτήθηκε ο Τζέροντ. «Δεν είχαμε τίποτε εκεί. Θα έχουμε τα πάντα στον Χ-23. Δεν θα είσαι μόνη. Δεν θα είσαι πρωτοπόρος. Πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι βρίσκονται ήδη στον πλανήτη. Μεγαλοδύναμε, τα δισέγγονά μας θα ψάχνουν για νέους κόσμους, επειδή ο Χ-23 θα είναι υπερπλήρης». Και μετά, ύστερα από μία στοχαστική παύση, «σου λέω ότι είμαστε τυχεροί που οι υπολογιστές ανακάλυψαν τα διαπλανητικά ταξίδια, έτσι όπως αυξάνεται ο πληθυσμός μας». «Ξέρω, ξέρω», είπε δυστυχισμένα η Τζεροντίν. Η Τζεροντέτ 1 έσπευσε να δηλώσει «ο Μίκροβάκ μας είναι ο καλύτερος του κόσμου». «Έτσι νομίζω κι εγώ» είπε ο Τζέροντ, ανακατεύοντας τα μαλλιά της. Ήταν ωραίο συναίσθημα να έχεις τον δικό σου Μίκροβακ και ο Τζέροντ χαιρόταν που ανήκε σε αυτή τη γενιά και όχι σε κάποια άλλη. Στα νεανικά χρόνια του πατέρα του, οι μοναδικοί υπολογιστές ήταν πελώριοι και καταλάμβαναν χιλιόμετρα επιφάνειας. Υπήρχε ένας και μοναδικός σε κάθε πλανήτη. Τους ονόμαζαν πλανητικούς ΑΚ. Μεγάλωναν διαρκώς σε μέγεθος επί μία χιλιετία και ξαφνικά, μονομιάς, ήρθε η τελειοποίηση. Οι κρυσταλλολυχνίες αντικαταστάθηκαν από μοριακές βαλβίδες, έτσι ώστε και ο μεγαλύτερος πλανητικός ΑΚ να καταλαμβάνει μόλις τον μισό όγκο ενός διαστημόπλοιου. Ο Τζέροντ ένιωσε το ηθικό του να αναπτερώνεται, όπως κάθε φορά που σκεφτόταν ότι ο δικός του προσωπικός Μίκροβακ ήταν πολλές φορές περισσότερο εξελιγμένος από τον αρχαίο και πρωτόγονο Μίκροβακ που είχε δαμάσει για πρώτη φορά τον Ήλιο. Ήταν σχεδόν τόσο περίπλοκος όσο ο πλανητικός ΑΚ της Γης (ο μεγαλύτερος όλων), εκείνος που είχε για πρώτη φορά λύσει το πρόβλημα της υπερχωρικής μετακίνησης και είχε καταστήσει δυνατά τα ταξίδια προς κάθε άστρο. «Τόσα πολλά άστρα, τόσοι πολλοί πλανήτες», αναστέναξε η Τζεροντίν, βυθισμένη στις σκέψεις της. «Φαντάζομαι ότι οι οικογένειες θα ταξιδεύουν σε καινούριους πλανήτες για πάντα, όπως εμείς τώρα».  «Όχι για πάντα» χαμογέλασε ο Τζέροντ. «Θα σταματήσει κάποτε, μετά από δισεκατομμύρια χρόνια. Πολλά δισεκατομμύρια. Ακόμα και τα άστρα εξαντλούνται, ξέρεις. Πρέπει να αυξηθεί η εντροπία». «Τι είναι η εντροπία, μπαμπά;» τσίριξε η Τζεροντέτ 2. 
«Η εντροπία, γλυκούλα μου, είναι μία λέξη που δείχνει πόσο θέλει το σύμπαν για να ξεκουρδιστεί. Όλα εξαντλούνται, να ξέρεις, όπως το μικρό σου ασύρματο ρομπότ, θυμάσαι;». «Δεν μπορείς να βάλεις καινούρια μπαταρία, όπως στο ρομπότ μου»; «Τα άστρα είναι οι μπαταρίες, αγάπη μου. Όταν χαθούν, δεν υπάρχουν άλλες μπαταρίες». Η Τζεροντέτ 1 άρχισε να ουρλιάζει. «Μην τ’ αφήσεις, μπαμπά. Μην αφήσεις τα άστρα να χαθούν». «Τώρα, δες τι έκανες» ψιθύρισε η Τζεροντίν, απελπισμένη. «Πώς να ξέρω ότι θα τις τρομάξει;» της ψιθύρισε ο Τζέροντ.
«Ρώτα τον Μίκροβακ» κλαψούρισε η Τζεροντέτ 1. «Ρώτα τον πώς θα ξανανάψουν τα άστρα». «Έλα, προχώρα», είπε η Τζεροντίν. «Έτσι θα ησυχάσουν». (Η Τζεροντέτ 2 είχε αρχίσει επίσης να κλαίει). Ο Τζέροντ ανασήκωσε τους ώμους. «Ελάτε παιδιά. Θα ρωτήσω τον Μίκροβακ. Μην ανησυχείτε, θα μας πει». Ρώτησε τον Μίκροβακ, προσθέτοντας γρήγορα, «τύπωσε την απάντηση». Ο Τζέροντ χούφτωσε την λεπτή λωρίδα φιλμ και είπε χαρούμενα «ορίστε, ο Μίκροβακ λέει ότι θα το φροντίσει, όταν θα έρθει η ώρα, οπότε μην ανησυχείτε». Η Τζεροντίν είπε «και τώρα παιδιά, ώρα για ύπνο. Θα είμαστε σύντομα στο καινούριο μας σπίτι». Ο Τζέροντ ξαναδιάβασε τις λέξεις στο λεπτό φιλμ πριν το καταστρέψει. «ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΝΕΠΑΡΚΗ ΓΙΑ ΛΟΓΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ».
Έστρεψε την προσοχή του στην οθόνη. Ο Χ-23 ήταν ακριβώς μπροστά τους.

Ο ΒΤ-23Χ του Λάμεθ κάρφωσε το βλέμμα του στα σκοτεινά βάθη του τρισδιάστατου, μικρής κλίμακας χάρτη του Γαλαξία και είπε «Αναρωτιέμαι, μήπως είμαστε γελοίοι που ανησυχούμε τόσο για την υπόθεση;»  Ο ΜΚ-17Τ του Νίκρον κούνησε το κεφάλι του. «Δε νομίζω. Ξέρεις ότι ο Γαλαξίας θα είναι πλήρης σε πέντε χρόνια». Και οι δύο έμοιαζαν να είναι περίπου εικοσάρηδες, ψηλοί και καλοφτιαγμένοι. «Πάντως» είπε ο ΒΤ-23Χ, «διστάζω να υποβάλω απαισιόδοξη αναφορά στο Γαλαξιακό Συμβούλιο». «Ούτε θα σκεφτόμουν οποιοδήποτε άλλο είδος αναφοράς. Ταρακούνησέ τους λίγο. Πρέπει να τους ταρακουνήσουμε».
Ο ΒΤ-23Χ αναστέναξε. «Το διάστημα είναι άπειρο. Εκατό δισεκατομμύρια γαλαξίες είναι διαθέσιμοι». «Εκατό δισεκατομμύρια δεν είναι άπειροι και γίνονται λιγότερο άπειροι όσο περνά ο καιρός. Σκέψου! Πριν από είκοσι χιλιάδες χρόνια, η ανθρωπότητα χρησιμοποίησε για πρώτη φορά αστρική ενέργεια. Μετά από μερικούς αιώνες, πραγματοποιήθηκαν τα διαστρικά ταξίδια. Ο άνθρωπος χρειάστηκε εκατομμύρια χρόνια για να γεμίσει έναν μικρό πλανήτη και μόλις δεκαπέντε χιλιάδες χρόνια για να γεμίσει τον υπόλοιπο Γαλαξία. Τώρα ο πληθυσμός διπλασιάζεται κάθε δέκα χρόνια…». Ο ΒΤ-23Χ τον διέκοψε. «Χάρη στην αθανασία». «Έστω. Η αθανασία υπάρχει και πρέπει να την λάβουμε υπόψη μας. Αποδέχομαι ότι έχει την δυσάρεστη πλευρά της, αυτή η αθανασία. Ο Γαλαξιακός ΑΚ έλυσε πολλά από τα προβλήματά μας, αλλά απαλλάσσοντάς μας από τα γηρατειά και το θάνατο, μας δημιούργησε άλλα θέματα».  «Φαντάζομαι ότι δε θα ήθελες να απαρνηθείς τη ζωή». «Καθόλου», είπε απότομα ο ΜΚ-17Τ, μαλακώνοντας αμέσως. «Όχι ακόμη. Αλλά δεν είμαι αρκετά μεγάλος. Πόσων χρόνων είσαι;» «Διακόσια είκοσι τρία. Εσύ;» «Είμαι ακόμη κάτω από τα διακόσια. Αλλά για να επιστρέψουμε στο θέμα. Ο πληθυσμός διπλασιάζεται κάθε δέκα χρόνια. Έτσι και γεμίσει αυτός ο Γαλαξίας, θα έχουμε δέκα χρόνια περιθώριο για να γεμίσουμε έναν άλλον. Σε άλλα δέκα χρόνια, θα γεμίσουμε άλλους δύο. Άλλα δέκα χρόνια, ακόμη τέσσερις. Σε εκατό χρόνια, θα γεμίσουμε χίλιους Γαλαξίες. Σε χίλια χρόνια, ένα εκατομμύριο Γαλαξίες. Σε δέκα χιλιάδες χρόνια, όλο το γνωστό Σύμπαν. Και μετά;» Ο ΒΤ-23Χ είπε. «Ένα παράπλευρο θέμα είναι το πρόβλημα της μεταφοράς. Αναρωτιέμαι πόσες μονάδες ηλιακής ενέργειας θα απαιτηθούν για να μετακινηθούν ολόκληροι Γαλαξίες ανθρώπων από τον ένα Γαλαξία στον άλλο». «Καλή ερώτηση. Ήδη, η ανθρωπότητα ξοδεύει δύο ήλιους το χρόνο». «Το περισσότερο σπαταλιέται άσκοπα. Ο δικός μας Γαλαξίας παράγει ενέργεια χιλίων ηλίων και χρησιμοποιούμε μόλις δύο». «Έστω, αλλά ακόμη και με εκατό τοις εκατό αποτελεσματικότητα, απλώς απομακρύνουμε το τέλος. Οι ανάγκες μας σε ενέργεια αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο, γρηγορότερα και από τον πληθυσμό μας. Η ενέργειά μας θα εξαντληθεί γρηγορότερα και από τους Γαλαξίες. Καλό θέμα. Πολύ καλό θέμα». «Απλώς θα πρέπει να χτίσουμε νέα άστρα από διαστρικά αέρια». «Μήπως από υπολείμματα θερμότητας»; ρώτησε σαρκαστικά ο ΜΚ-17Τ. «Κάποιος τρόπος θα υπάρχει να αναστρέψουμε την εντροπία. Πρέπει να ρωτήσουμε τον Γαλαξιακό ΑΚ». Ο ΒΤ-23Χ δεν μιλούσε σοβαρά, αλλά ο ΜΚ-17Τ τράβηξε από την τσέπη του τον κυανόδοντα, το μικρό εξάρτημα που του επέτρεπε να επικοινωνεί με τον Γαλαξιακό ΑΚ, και το ακούμπησε στο τραπέζι μπροστά του.  «Ας ρίξουμε μια ματιά» είπε. «Η ανθρωπότητα θα πρέπει κάποτε να το αντιμετωπίσει». Κοίταξε μελαγχολικά τον μικρό του κυανόδοντα. Ήταν μόλις πέντε εκατοστά και τίποτα από μόνος του, αλλά συνδεόταν, διά του υπερχώρου, με τον μεγάλο Γαλαξιακό ΑΚ που εξυπηρετούσε όλη την ανθρωπότητα. Παρά τις υπεργαλαξιακές του δραστηριότητες, ήταν γνωστό ότι ο Γαλαξιακός ΑΚ είχε μήκος μόλις τετρακοσίων μέτρων. Ο ΜΚ-17Τ ρώτησε ξαφνικά μέσω του κυανόδοντα. «Μπορεί να αντιστραφεί η ροή της εντροπίας;» Ο ΒΤ-23Χ τον κοίταξε κατάπληκτος και είπε γρήγορα «Ε, δεν εννοούσα να ρωτήσεις κάτι τέτοιο». «Γιατί όχι;» «Ξέρουμε και οι δύο ότι η εντροπία δεν αντιστρέφεται. Δεν μετατρέπεις καπνό και στάχτη σε δέντρο». «Έχετε δέντρα στον κόσμο σας;» ρώτησε ο ΜΚ-17Τ. Ο ήχος του Γαλαξιακού ΑΚ τους αιφνιδίασε, βυθίζοντάς τους στη σιωπή. Η φωνή του ακούστηκε λεπτή και γοητευτική από τον μικρό κυανόδοντα που ήταν ακουμπισμένος στο τραπέζι. Είπε «ΑΝΕΠΑΡΚΗ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΛΟΓΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ».Ο ΒΤ-23Χ είπε «Βλέπεις;» Οι δύο άνδρες επέστρεψαν στο θέμα της αναφοράς που έπρεπε να υποβάλουν στο Γαλαξιακό Συμβούλιο.

Το μυαλό του Ζη Πράιμ εκτάθηκε σε όλο το μήκος του νέου Γαλαξία με αμυδρό ενδιαφέρον για τα αμέτρητα στροβιλίσματα των άστρων που τον αποτελούσαν. Δεν είχε ξαναδεί αυτόν εδώ. Άραγε, θα τους έβλεπε ποτέ όλους; Τόσοι πολλοί, καθένας με το φορτίο του από ανθρώπους. Αλλά ένα φορτίο που ήταν σχεδόν νεκρό βάρος. Όλο και συχνότερα η πραγματική ουσία του ανθρώπου βρισκόταν εδώ έξω, στο διάστημα. Μυαλά, όχι σώματα! Τα αθάνατα σώματα έμεναν πίσω στους πλανήτες, διαθέσιμα ανά τους αιώνες. Μερικές φορές σηκώνονταν για να ασχοληθούν με υλικά θέματα, αλλά αυτό γινόταν όλο και πιο σπάνια. Που και που έφθαναν κάποιοι νεοφερμένοι για να προστεθούν στην απίστευτη κοσμοσυρροή, αλλά για ποιο λόγο; Δεν υπήρχε χώρος στο Σύμπαν για καινούριες αφίξεις. Ο Ζη Πράιμ αφυπνίστηκε από την ονειροπόλησή του -είχε βρεθεί απέναντι από την αδιόρατη παρουσία ενός άλλου μυαλού.  «Είμαι ο Ζη Πράιμ» είπε ο Ζη Πράιμ. «Εσύ»;
«Είμαι ο Ντη Σαμπ Γουν. Ο Γαλαξίας σου»; «Τον αποκαλούμε απλώς Γαλαξία. Ο δικός σου»; «Κι εμείς το ίδιο. Ο καθένας αποκαλεί τον Γαλαξία του απλώς Γαλαξία και τίποτε παραπάνω. Γιατί όχι»; «Σωστά. Αφού όλοι οι Γαλαξίες είναι ίδιοι». «Όχι όλοι. Από έναν συγκεκριμένο Γαλαξία πρέπει να προέρχεται το γένος των ανθρώπων. Αυτό τον κάνει διαφορετικό». «Από ποιόν»; είπε ο Ζη Πράιμ. «Δεν ξέρω. Ο Συμπαντικός ΑΚ πρέπει να ξέρει». «Να τον ρωτήσουμε; Είμαι ξαφνικά περίεργος». Η αντίληψη του Ζη Πράιμ διευρύνθηκε, ώσπου οι Γαλαξίες συρρικνώθηκαν και μετατράπηκαν σε μία καινούρια, πιο διάχυτη σκόνη, πασπαλίζοντας ένα μεγαλύτερο υπόβαθρο. Τόσες εκατοντάδες δισεκατομμύρια από αυτούς, όλοι με τα αθάνατα όντα τους, όλοι μεταφέροντας το φορτίο ευφυΐας τους από μυαλά που λικνίζονταν ελεύθερα στο διάστημα. Και όμως, ένας από αυτούς ήταν ο μοναδικός, ο πρωταρχικός Γαλαξίας. Ένας από αυτούς ήταν, σε κάποιο μακρινό και απροσδιόριστο παρελθόν, ο μόνος Γαλαξίας που ήταν κατοικημένος από τον άνθρωπο. Ο Ζη Πράιμ απορροφήθηκε από την περιέργειά του να δει αυτόν τον Γαλαξία και φώναξε «Συμπαντικέ ΑΚ! Από ποιόν Γαλαξία προέρχεται η ανθρωπότητα»; Ο Συμπαντικός ΑΚ άκουσε, γιατί σε κάθε κόσμο και σε όλο το διάστημα είχε τους δέκτες του έτοιμους, και κάθε δέκτης οδηγούσε κάπου στο υπερδιάστημα, όπου ο Συμπαντικός ΑΚ παρέμενε απόμακρος. Ο Ζη Πράιμ γνώριζε μόνο έναν άνθρωπο που οι σκέψεις του είχαν διεισδύσει σε απόσταση όπου μπορούσαν να αντιληφθούν τον Συμπαντικό ΑΚ, και είχε αναφέρει ότι είδε μόνο μία αστραφτερή σφαίρα , που διακρινόταν με δυσκολία. «Μα πώς είναι δυνατόν αυτός να είναι όλος ο Συμπαντικός ΑΚ»; είχε ρωτήσει ο Ζη Πράιμ.  «Το μεγαλύτερο μέρος του» ήταν η απάντηση «βρίσκεται στο υπερδιάστημα. Σε ποια μορφή βρίσκεται εκεί, δεν μπορώ να φανταστώ». Ούτε κανένας άλλος μπορούσε, γιατί είχε περάσει πάρα πολύς καιρός, όπως γνώριζε ο Ζη Πράιμ, από τότε που οποιοσδήποτε άνθρωπος είχε συμμετάσχει στην κατασκευή του Συμπαντικού ΑΚ. Κάθε Συμπαντικός ΑΚ σχεδίαζε και κατασκεύαζε τον διάδοχό του. Καθένας, κατά την διάρκεια της ύπαρξής του επί ένα εκατομμύριο χρόνια ή περισσότερο, συγκέντρωνε τις απαραίτητες πληροφορίες, ώστε να φτιάξει έναν καλύτερο και πιο περίπλοκο διάδοχο, όπου θα αποθήκευε τις πληροφορίες του και τον οποίο θα πλημμύριζε στο τέλος με την προσωπικότητά του.  Ο Συμπαντικός ΑΚ διέκοψε τις περιπλανώμενες σκέψεις του Ζη Πράιμ, όχι με λόγια, αλλά με καθοδήγηση. Η διάνοια του Ζη Πράιμ οδηγήθηκε στη μισοσκότεινη θάλασσα των Γαλαξιών, όπου ένας συγκεκριμένος μεγεθύνθηκε σε αστέρια.  Μία σκέψη τον κυρίευσε, άπειρα μακρινή, αλλά ξεκάθαρη. «ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΡΧΙΚΟΣ ΓΑΛΑΞΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ». Αλλά ήταν ακριβώς ίδιος με οποιονδήποτε άλλον και ο Ζη Πράιμ απογοητεύτηκε.  Ο Ντη Σαμπ Γουν, το μυαλό του οποίου τον συντρόφευε, είπε ξαφνικά. «Και είναι ένα από όλα αυτά τα άστρα το πρωταρχικό άστρο του Ανθρώπου»; Ο Συμπαντικός ΑΚ είπε «ΤΟ ΠΡΩΤΑΡΧΙΚΟ ΑΣΤΡΟ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΝΟΒΑ. ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΛΕΥΚΟΣ ΝΑΝΟΣ». «Οι άνθρωποι που ζούσαν εδώ πέθαναν»; ρώτησε κατάπληκτος ο Ζη Πράιμ, χωρίς να σκεφτεί. Ο Συμπαντικός ΑΚ είπε «ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ, ΟΠΩΣ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΣΕ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ, ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΗΚΕ ΕΓΚΑΙΡΩΣ ΓΙΑ ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ ΤΟΥΣ ΣΩΜΑΤΑ».  «Φυσικά», είπε ο Ζη Πράιμ, αλλά ακόμα κι έτσι, μία αίσθηση απώλειας τον κυρίευσε. Το μυαλό του εγκατέλειψε τον αρχικό Γαλαξία του Ανθρώπου και χάθηκε μέσα στις αχνές κουκίδες. Δεν ήθελε να τον ξαναδεί ποτέ. Ο Ντη Σαμπ Γουν είπε «Ποιο είναι το πρόβλημα»; «Τα άστρα πεθαίνουν. Το πρωταρχικό άστρο είναι νεκρό».  «Όλα πρέπει να πεθάνουν. Γιατί όχι»; « Αλλά όταν θα εξαντληθεί όλη η ενέργεια, τα σώματά μας θα πεθάνουν οριστικά, και μαζί τους εσύ κι εγώ». «Θα πάρει δισεκατομμύρια χρόνια». «Δεν θέλω να συμβεί μετά από δισεκατομμύρια χρόνια! Συμπαντικέ ΑΚ, πόσα άστρα θα επιβιώσουν»; Ο Ντη Σαμπ Γουν είπε με θυμηδία «Ρωτάς πώς μπορεί να αντιστραφεί η ροή της εντροπίας». Και ο Συμπαντικός ΑΚ απάντησε «ΑΝΕΠΑΡΚΗ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΛΟΓΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ». Οι σκέψεις του Ζη Πράιμ πέταξαν πίσω στον Γαλαξία του. Δεν ξανασκέφτηκε τον Ντη Σαμπ Γουν, το σώμα του οποίου μπορεί να τον περίμενε σε έναν Γαλαξία ένα τρισεκατομμύριο έτη φωτός μακριά ή σε ένα άστρο δίπλα σε εκείνο του Ζη Πράιμ. Κακόκεφος, ο Ζη Πράιμ άρχισε να συγκεντρώνει διαστρικό υδρογόνο για να φτιάξει το δικό του άστρο. Αν τα άστρα πρέπει κάποια μέρα να πεθάνουν, τουλάχιστον ας κατασκευαστούν μερικά ακόμη.

Ο Άνθρωπος συσκέφθηκε με τον εαυτό του, γιατί, με κάποιον τρόπο, διανοητικά, ο Άνθρωπος ήταν ένας. Τον αποτελούσαν ένα τρισεκατομμύριο, τρισεκατομμύριο, τρισεκατομμύριο άχρονα σώματα, το καθένα στη θέση του, να αναπαύεται ήσυχο και άφθαρτο, το καθένα φροντισμένο από τέλεια αυτόματα, εξίσου άφθαρτα, ενώ τα μυαλά όλων των σωμάτων διαλύονταν ελεύθερα το ένα μέσα στο άλλο, αξεχώριστα. Ο Άνθρωπος είπε «Το Σύμπαν πεθαίνει». Ο Άνθρωπος κοίταξε τους μισοσκότεινους Γαλαξίες. Τα γιγάντια άστρα, εξαντλημένα, είχαν χαθεί εδώ και καιρό, στο μακρινό και μισοξεχασμένο παρελθόν. Σχεδόν όλα τα άστρα ήταν λευκοί νάνοι, που έσβηναν στο τέλος τους. Νέα άστρα είχαν δημιουργηθεί από την σκόνη ανάμεσα στα άστρα, μερικά από φυσική δραστηριότητα, μερικά από τον ίδιο τον Άνθρωπο, αλλά και αυτά τελείωναν επίσης.
Ο Άνθρωπος είπε «Με συνετή διαχείριση, σύμφωνα με την καθοδήγηση του Συμπαντικού ΑΚ, η ενέργεια που απομένει θα διαρκέσει δισεκατομμύρια χρόνια».
«Ακόμα κι έτσι» είπε ο Άνθρωπος, «κάποτε όλα θα τελειώσουν. Όσο συνετά και αν την διαχειριστείς, όσο και αν διαρκέσει, η ενέργεια που θα δαπανηθεί χάνεται και δεν μπορεί να αποκατασταθεί. Η εντροπία θα αυξάνεται στο διηνεκές». Ο Άνθρωπος είπε, «μπορεί να αντιστραφεί η ροή της εντροπίας; Ας ρωτήσουμε τον Παγκόσμιο ΑΚ». Ο Παγκόσμιος ΑΚ τους περιέβαλλε, αλλά όχι στον χώρο. Ούτε ένα ίχνος του δεν υπήρχε στον χώρο. Βρισκόταν στο υπερχώρο και ήταν φτιαγμένος από κάτι που δεν ήταν ούτε ύλη, ούτε ενέργεια. Η ερώτηση περί φύσης και μεγέθους του δεν είχε πλέον καμία έννοια, υπό οιουσδήποτε όρους που θα μπορούσε να κατανοήσει ο Άνθρωπος.
«Κοσμικέ ΑΚ» είπε ο Άνθρωπος, «πώς μπορεί να αντιστραφεί η ροή της εντροπίας»; 
Ο Κοσμικός ΑΚ είπε, «ΑΝΕΠΑΡΚΗ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΛΟΓΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ». Ο Άνθρωπος είπε. «Συγκέντρωσε στοιχεία». Ο Κοσμικός ΑΚ είπε, «ΘΑ ΤΟ ΚΑΝΩ. ΤΟ ΚΑΝΩ ΕΔΩ ΚΑΙ ΕΚΑΤΟ ΔΙΣΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ. ΟΙ ΠΡΟΚΑΤΟΧΟΙ ΜΟΥ ΚΑΙ ΕΓΩ ΕΧΟΥΜΕ ΔΕΧΘΕΙ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΕΡΩΤΗΣΗ ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ. ΟΛΑ ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΥ ΕΧΩ ΠΑΡΑΜΕΝΟΥΝ ΑΝΕΠΑΡΚΗ». «Θα έρθει η στιγμή», είπε ο Άνθρωπος, «που τα στοιχεία θα είναι επαρκή ή είναι το πρόβλημα άλυτο υπό όλες τις πιθανές περιστάσεις»; Ο Κοσμικός ΑΚ είπε «ΚΑΝΕΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΛΥΤΟ ΥΠΟ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΠΙΘΑΝΕΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ».  Ο Άνθρωπος είπε «Πότε θα έχεις αρκετά στοιχεία για να απαντήσεις στην ερώτηση»; Ο Κοσμικός ΑΚ είπε «ΑΝΕΠΑΡΚΗ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΛΟΓΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ». «Θα συνεχίσεις να το δουλεύεις»; ρώτησε ο Άνθρωπος. Ο Κοσμικός ΑΚ είπε «Θα συνεχίσω». Ο Άνθρωπος είπε, «Θα περιμένουμε».

Τα άστρα και οι Γαλαξίες πέθαναν και έσβησαν, και το διάστημα σκοτείνιασε ύστερα από δέκα τρισεκατομμύρια χρόνια συνεχούς λειτουργίας.  Ένας- ένας, οι άνθρωποι απορροφήθηκαν από τον ΑΚ, κάθε φυσικό σώμα έχανε τη διανοητική του ταυτότητα με έναν τρόπο που ήταν περισσότερο ωφέλεια παρά απώλεια. Το τελευταίο μυαλό του Ανθρώπου στάθηκε πριν την απορρόφηση, κοιτώντας προς ένα διάστημα που δεν περιείχε τίποτε άλλο παρά τα απομεινάρια ενός τελευταίου σκοτεινού άστρου και λίγη απίστευτα λεπτή ύλη, που την τάραζε τυχαία το υπόλειμμα θερμότητας που εξαντλούνταν μέχρι το απόλυτο μηδέν.  Ο Άνθρωπος είπε, «ΑΚ, είναι αυτό το τέλος; Δεν μπορεί αυτό χάος να αντιστραφεί και να ξαναϋπάρξει το Σύμπαν ακόμη μία φορά; Δεν μπορεί να γίνει»; Ο ΑΚ είπε «ΑΝΕΠΑΡΚΗ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΛΟΓΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ».
Το τελευταίο μυαλό του Ανθρώπου απορροφήθηκε και μόνο ο ΑΚ υπήρχε- και αυτός στον υπερχώρο.

Η ύλη και η ενέργεια είχαν τελειώσει και μαζί τους είχαν τελειώσει ο χώρος και ο χρόνος. Ακόμη και ο ΑΚ υπήρχε μόνο για χάρη της τελευταίας ερώτησης που δεν είχε ποτέ απαντηθεί, από τότε που ένας μισομεθυσμένος άνθρωπος είχε θέσει την ερώτηση σε έναν υπολογιστή δέκα τρισεκατομμύρια χρόνια πριν.  Όλες οι άλλες ερωτήσεις είχαν απαντηθεί και, μέχρι να απαντηθεί και αυτή η τελευταία ερώτηση, ο ΑΚ δεν μπορούσε να απελευθερώσει τη συνείδησή του.  Όλα τα στοιχεία είχαν συγκεντρωθεί. Δεν είχε απομείνει τίποτε για να συγκεντρωθεί. Αλλά τα συγκεντρωμένα στοιχεία έπρεπε να συνδυαστούν με όλους τους δυνατούς τρόπους.  Ένα άχρονο διάστημα πέρασε έως ότου γίνει αυτό. Και ο ΑΚ έμαθε πώς να αντιστρέψει την ροή της εντροπίας.  Αλλά δεν υπήρχε πλέον κανένας άνθρωπος, για να του δώσει ο ΑΚ την απάντηση. Ούτε ύλη. Για ακόμη ένα άχρονο διάλειμμα ο ΑΚ σκεφτόταν πώς να το πραγματοποιήσει καλύτερα. Προσεκτικά, οργάνωνε το πρόγραμμα. Η συνείδηση του ΑΚ περιέλαβε όλα όσα ήταν κάποτε το Σύμπαν και τώρα ήταν Χάος. Βήμα- βήμα, έπρεπε να γίνει. Και ο ΑΚ είπε:                        
«ΓΕΝΝΗΘΗΤΩ ΦΩΣ». Και εγένετο φως-


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...